Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναλογιστικός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναλογιστικός -ή -ό [analojistikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον αναλογισμό ή που γίνεται με αναλογισμό: Aναλογιστικά μαθηματικά. Aναλογιστικό ισοζύγιο. Aναλογιστικές μελέτες. αναλογιστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀναλογιστικός `αναλογικός΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες