Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανακριτής ο [anakritís] Ο7 θηλ. ανακρίτρια [anakrítria] Ο27 : δικαστής ή αστυνομικός που έχει αναλάβει τη διεξαγωγή ανάκρισης: Δεν ορίστηκε ακόμη ~ στην υπόθεση της ληστείας. Tακτικός* ~.
[λόγ. < αρχ. ἀνακρι(τήρ) μεταπλ. -τής· λόγ. ανακρι(τής) -τρια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακριτής [anakritís] ο, η, voc ανακριτή & kath ανακριτά law
- investigating or examining magistrate, criminal investigator, interrogator:
- το γραφείο του ανακριτή (syn ανακριτήριο) |
- ~ θανάτων coroner |
- ο ~ ενεργεί προανακρίσεις και ανακρίσεις |
- ήμουν ~ στο πέμπτο τμήμα |
- ποινικές υποθέσεις (KPolitis) |
- folks. π' ανάθεμά σ', ανακριτή, και σε, ρ' εισαγγελέα, | που δε δικάζεις ξάμηνο παρά δικάζεις χρόνους (DPetrop)
[fr kath, neol (Koumanoudis) ανακριτής, der of ανακρίνω]
- investigating or examining magistrate, criminal investigator, interrogator: