Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανακεφαλαίωση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανακεφαλαίωση η [anakefaléosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανακεφαλαιώνω, περιληπτική επανάληψη των βασικών σημείων προφορικής ή γραπτής ανάλυσης ενός θέματος: Ο ομιλητής έκανε μια ~ των απόψεών του. Aπό ολόκληρο το σύγγραμμα διάβασα μόνο την ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀνακεφαλαίω(σις) -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανακεφαλαίωση [anacefaléosi] η, gen ανακεφαλαιώσεως (L)
  • ① summing up, summarizing, recapitulation, resumé (syn συγκεφαλαίωση, σύνοψη, περίληψη):
    • ~ των ειδήσεων, των γεγονότων |
    • ξανάρχισε μία πρόχειρη ~ της κατάστασης, που παρουσίαζε το μέτωπο (LAkritas) |
    • σ' αυτή την ~, θα σημειώσω τις κορυφαίες στιγμές της περιπέτειάς μου (Theotokas)
  • ② econ compound interest (syn συγκεφαλαίωση)
  • ③ journ rewriting of a news item (syn αναμάσημα)

[fr MG ανακεφαλαίωσις ← K (pap, 7th-8th c.) ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες