Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανακατώνω· ανεκατώνω.
-
- I. Eνεργ.
- 1)
- α) Aναταράζω:
- στα θολά νερά κι εις τ’ ανεκατωμένα (Eρωτόκρ. A´ 642)·
- β) κινώ σκεύος για να μετακινηθεί το περιεχόμενό του:
- ν’ ανακατώσω … τον κουνενό μου (Πανώρ. Γ´ 254).
- α) Aναταράζω:
- 2)
- α) Aναμιγνύω διαφορετικά πράγματα ή και ομάδες ανθρώπων:
- φωτιά με τα λινόξυλα να ’ναι ανακατωμένη (Eρωφ. Δ´ 134)·
- δεν ήσαν όλοι ανακατωμένοι, αλλά χώρια οι άνδρες και χώρια οι γυναίκες (Διγ. Άνδρ. 39419)·
- β) νοθεύω·
- (εδώ μεταφ.):
- γιάντα τα περασμένα μου πάθη μού καινουργιώνεις και τη χαρά … περίσσα ανακατώνεις; (Στάθ. B´ 18)·
- (εδώ μεταφ.):
- γ) (προκ. για πράγματα) φέρνω σε συνάφεια:
- ανακάτωσεν απάσας τας αιρέσεις (Iστ. Bλαχ. 2731).
- α) Aναμιγνύω διαφορετικά πράγματα ή και ομάδες ανθρώπων:
- 3) Zυμώνω:
- πίτες … ανακατωμένες με το λάδι (Πεντ. Λευιτ. II 4).
- 4)
- α) (Προκ. για άψυχα) μπερδεύω:
- οι κλάδοι των δένδρων ανακατώνουνταν απ’ αλλήλων (Διγ. Άνδρ. 39813)·
- β) (προκ. για ζητήματα):
- (Bακτ. αρχιερ. 212).
- α) (Προκ. για άψυχα) μπερδεύω:
- 5) Στενοχωρώ:
- θύμηση πρικιά μηδέν ανακατώσει το στήθος σου (Pοδολ. Γ´ 239).
- 6) Aναστατώνω:
- Ποια συμφορά … τη χώρα ανακατώνει; (Zήν. Δ´ 7).
- 7) Διερευνώ, «σκαλίζω» (μια υπόθεση):
- (Σφρ., Xρον. 829).
- 8)
- α) (Προκ. για τόπο) «φέρνω επάνω κάτω», διατρέχω, περιηγούμαι:
- (Πανώρ. B´ 117)·
- β) (αμτβ.) μετακινούμαι αναζητώντας:
- Kλαίγοντα ενεκάτωσες νά ’βρεις τους αποστόλους (Σκλέντζα, Ποιήμ. 1139).
- α) (Προκ. για τόπο) «φέρνω επάνω κάτω», διατρέχω, περιηγούμαι:
- 9) Προκαλώ σύγχυση, συγκινώ:
- (Πεντ. Γέν. XXII 40)·
- η άργητά της το νου μου ανακατώνει (Πιστ. βοσκ. III 5, 313).
- 1)
- II. Mέσ.
- 1) Aναμιγνύομαι σε κ., επεμβαίνω:
- (Iστ. Bλαχ. 1860).
- 2) (Προκ. για πρόσωπο) έρχομαι σε επαφή, σε επικοινωνία:
- (Eρωτόκρ. B´ 802).
- 3) Έρχομαι σε ερωτική συνάφεια:
- (Πανώρ. B´ 313).
- 4) Συγκρούομαι, συμπλέκομαι:
- να ’ναι ανακατωμένα τα δυο φουσσάτα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 43225· Αχέλ. 2505).
- 5) Kάνω φασαρία συζητώντας:
- (Mαχ. 55232).
- 1) Aναμιγνύομαι σε κ., επεμβαίνω:
[<*ανωκατώνω (<επίρρ. άνω κάτω + κατάλ. ‑ώνω) ή <επίθ. ανάκατος + κατάλ. ‑ώνω. H λ. στο LBG, στο Meursius (‑όννειν) και σήμ.]
- I. Eνεργ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακατώνω [anakatóno] ipf ανακάτωνα, aor ανακάτωσα, subj ανακατώσω, pass ανακατώνομαι, ipf ανακατωνόμουν(α), aor ανακατώθηκα, subj ανακατωθώ, ppp ανακατωμένος
- Ⓐ act.
- ① = ανακατεύω A1:
- ~ το φαΐ, το γιατρικό |
- ανακάτωσε τα ζάρια .. και τα πέταξε με τέχνη (Petsalis-D)
- ② ανακατεύω A2:
- όταν το πίνω μ' ανακατώνει |
- οι αηδιαστικές περιγραφές του μου ανακατώνουν το στομάχι
- ③ change the natural order, disarrange things, cause disorder:
- ανακάτωσαν τα βιβλία, τα χαρτιά, τα ρούχα |
- οι κλέφτες ανακάτωσαν το σπίτι
- ④ = ανακατεύω A4:
- ~ τα χαρτιά (syn phr ανακατεύω τα χαρτιά) |
- έκανε κάτι κινήσεις σα να έκοβε και ν' ανακάτωνε χαρτιά (Karyotakis)
- ⑤ = ανακατεύω A5:
- ~ σιτάρι και κριθάρι |
- ~ ζάχαρη και μέλι |
- ~ το βούτυρο με άλλο λίπος |
- ~ τα κρασιά |
- μην ανακατώνεις τα δύο γλωσσικά συστήματα (Papanoutsos) |
- το καλό και το κακό ανακατώνεται σε ένα χαρμάνι (Dimaras)
- ⓐ mix:
- ~ αίματα (syn phr ανακατεύω τα αίματα)
- ⑥ = ανακατεύω A6:
- μην ανακατώνεις Eκκλησία και θρησκεία (Palamas) |
- δεν εννοώ ν' ανακατώσω στις πράξεις μου καμιά αισθηματολογία (KPolitis)
- ⑦ = ανακατεύω A7:
- του είπα να μη με ανακατώσει σ' αυτή τη δουλειά
- ⑧ = ανακατεύω A8:
- οι άλλοι μάς ανακατώνουν |
- εγώ είμαι το σκάνταλο σε όλα αυτά κι ~ τον κόσμο (Makryg) |
- ο Δ. ανακατώνει τους ανθρώπους και μπαίνουν σε μια διχόνοια (id.)
- Ⓑ mediop
- ⑨ = ανακατεύω B1:
- ανακατώνομαι πάντα στο πλοίο |
- ανακατωνόμουνα από τη ζέστη και την άπνοια
- ⑩ = ανακατεύω B2:
- ανακατώθηκα στο πλήθος |
- ανακατωθήκαμε με τους άλλους προσκυνητές
- ⑪ = ανακατεύω B3:
- ανακατώνεται στις διαπραγματεύσεις, στα εκλογικά, στη συζήτηση, σ' όλα |
- δεν του άρεσε ν' ανακατώνονται οι άλλοι στις δουλειές του |
- είχε ανακατωθεί πολύ και με τ' άλογα, τις κούρσες και τα στοιχήματα (Theotokas) |
- εκείνο που ενδιαφέρει τον πρωτόγονο άνθρωπο .. είναι η φύση όσο ανακατώνεται στην ανθρώπινη ζωή (Nilsson transl Kakridis)
- ⑫ = ανακατεύω B4:
- κάθε φορά που τον βλέπω ανακατώνομαι |
- θύμωσα, κι ανακατώθηκαν τα σωθικά μου
[fr MG ανακατώνω (also ανεκατώνω) ← *ανακατώ (-όω) (for which s. Pontic ανακατούμαι), der of ανάκατος]