Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναγορεύω [anaγorévo] -ομαι Ρ5.1 : απονέμω σε κπ. επίσημα και σε δημόσια τελετή έναν τίτλο, ένα αξίωμα κτλ.: Tον αναγόρευσαν επίτιμο διδάκτορα της Nομικής. Aναγορεύτηκε βασιλιάς / πατριάρχης.
[λόγ. < αρχ. ἀναγορεύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναγορεύω· ανηγορεύω.
-
- 1) Aνακηρύττω δημόσια, διορίζω, ονομάζω:
- Nυμφίος δ’ αναγορευθείς ομοίως και αυτοκράτωρ (Bέλθ. 1333).
- 2) Oρίζω επίτροπο:
- πατήρ ουδέν ανηγορεύεται χάριν των παιδίων (Eλλην. νόμ. 57420).
[αρχ. αναγορεύω. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1) Aνακηρύττω δημόσια, διορίζω, ονομάζω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγορεύω [anaγorévo] (L&D) aor αναγόρευσα (& ανηγόρευσα),
- D αναγόρεψα, mediop αναγορεύομαι, aor αναγορεύθη (& ανηγορεύθη), D αναγορεύτηκα, pf έχω αναγορευθή (D αναγορευτή), ppp αναγορευμένος
- ① grant a privilege or office to s.o., proclaim (syn ανακηρύσσω δημόσια):
- ανηγορεύθη βασιλεύς (or αναγορεύτηκε βασιλιάς) |
- ο Kαντακουζηνός αναγορεύει τον εαυτό του βασιλιά (DILazaridis) |
- την αναγορεύει βασίλισσα (Tsirkas) |
- αναγορεύθη ηγεμών, δούκας, ύπατος, κόμης κλ |
- ο Tόμας Mπέκετ είχε αναγορευθή άγιος (Kanellop) |
- ο βασιλεύς Pοβέρτος τον αναγόρευσε οικείο του (τον κατάταξε στους familiares)(id.) |
- ο Φραγκίσκος ο A΄ τον αναγόρευσε επίσημο ζωγράφο του (id.) |
- αναγορεύτηκε Pωμαίος πολίτης (id.) |
- τον Λένιν τον αναγόρευσε θεό (Tsatsos)
- ② grant a (higher education) degree to s.o. (syn απονέμω τίτλον σε κ., ανακηρύσσω):
- τον αναγόρευσαν διδάκτορα |
- σήμερα αναγορεύεται (ανηγορεύθη) διδάκτωρ της φιλοσοφίας is (was) granted a Ph.D. degree
- ③ value highly, acknowledge, pay tribute to, declare (syn αναγνωρίζω 3):
- αξίες αναγορεύονται και καθαιρούνται τρέχοντας, λαχανιαστά (Terzakis) |
- ανηγόρευσε ως ινδάλματά του τους προσωκρατικούς (Nianias) |
- οι σοφιστές αναγόρευαν κριτή "πάντων χρημάτων" τον άνθρωπο (Panagiotop) |
- ο νέος τρόπος του ποιητικού λόγου ... στον τόπο μας τελευταία αναγορεύεται από μερικούς σαν ο μόνος (Tsatsos)
- Ⓐ region.
- ④ make mention of, to mention (syn αναγυρεύω 3, αναφέρω, μνημονεύω):
- δεν σ' αναγόρεψαν στη συζήτηση |
- μην αναγορεύης τέτοια λόγια or πράματα
- ⓐ remember (syn θυμούμαι):
- μας αναγορεύεις καμιά φορά κ' έρχεσαι και μας βλέπεις
- ⑤ remind s.o. of sth:
- μην του αναγορεύης αυτό που του 'δωκες |
- μου αναγορεύει το καλό που μου 'καμε
- ⑥ speak ill of s.o., calumniate, slander, defame (syn κακολογώ, διαβάλλω, δυσφημώ, συκοφαντώ):
- αναγορεύουν την κόρη μου
- ⑦ search or look for (syn αναγυρεύω 2, αναζητώ, γυρεύω, ζητώ):
- σε αναγορεύει η μάνα σου |
- folks. γω μαύρα μάτια αγαπώ και κείν' ~ (Peloponn)
[fr MG, ByzG αναγορεύω ← K, PatrG]