Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναγκασμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναγκασμός ο [anaŋgazmós] Ο17 : καταναγκασμός, εξαναγκασμός. || (ψυχ.): Πράξεις αναγκασμού, ανεύθυνες.

[λόγ. < μσν. αναγκασμός < αναγκασ- (αναγκάζω) -μός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναγκασμός [anaŋgazmós] ο,
  • exercise of pressure, compulsion, constraint (syn άσκηση πίεσης, εξαναγκασμός, ant πειθώ):
    • ο ~ του πολέμου |
    • ο κοινωνικός ~ (η διαγωγή δηλαδή του εθίμου) |
    • η εργασία επιβάλλεται με αναγκασμό |
    • ο καθορισμός μιας τέτοιας βούλησης σύμφωνα με αντικειμενικούς νόμους είναι ~ (Papanoutsos) |
    • ~ της αληθείας |
    • οι άνθρωποι θα ενεργούσαν κάτω από τον αναγκασμό της ανάγκης και γι' αυτό οι τιμωρίες, που θα τους επέβαλλαν οι θεοί, θα ήταν αδικαιολόγητες (Georgoulis) |
    • η όλη σύλληψη του ανθρώπου έγινε με την αμαρτία· και ο ~ προς την αμαρτία έρχεται από τον Aδάμ (Theodorakop)

[fr ByzG, PatrG ἀναγκασμός 'compulsion; pressure', der of αναγκάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες