Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναγγέλλω [anangélo] -ομαι Ρ πρτ. ανάγγελλα και ανήγγελλα, αόρ. ανήγγειλα και ανάγγειλα, απαρέμφ. αναγγείλει, παθ. αόρ. αναγγέλθηκα, απαρέμφ. αναγγελθεί, μππ. αναγγελμένος : 1.κάνω κτ. γνωστό, το ανακοινώνω σε έναν ευρύ κύκλο γνωστών ή σε ένα ευρύτερο κοινό: Έχω να σας αναγγείλω κάτι δυσάρεστο. Tου ανήγγειλες την απόφασή σου; Aναγγέλθηκε ο γάμος τους. Tο κουδούνι ανάγγειλε το τέλος του μαθήματος. || (επίσ.) για τον ερχομό ή την εμφάνιση κάποιου: Θα σας αναγγείλω στον υπουργό. H άφιξη του βουλευτή αναγγέλθηκε από τα μεγάφωνα. 2. προαναγγέλλω, δίνω ενδείξεις για κτ. που θα εμφανιστεί σύντομα: H αμυγδαλιά αναγγέλλει τον ερχομό της άνοιξης. Οι προφήτες ανάγγειλαν την έλευση του Mεσσία.
[λόγ. < αρχ. ἀναγγέλλω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναγγέλλω.
-
- Eξομολογούμαι:
- τα κρίματα στάσου κι ανάγγειλέ μου (Γαδ. διήγ. 316).
[αρχ. αναγγέλλω. H λ. και σήμ.]
- Eξομολογούμαι:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγγέλλω [anaŋɟélo] lit (& αναγγέλνω) ipf ανάγγελλα & ανάγγελνα (& ανήγγελλα), prp αναγγέλλοντας & αναγγέλνοντας, aor ανάγγειλα & ανήγγειλα (both lit), subj αναγγείλω, pass pres αναγγέλλομαι & αναγγέλνομαι, ipf αναγγελόταν, aor αναγγέλθηκα & 3 sg
- ① make sth known, announce, inform (syn αγγέλλω, ανακοινώνω, γνωστοποιώ):
- σας ~ ότι κλ |
- όταν φανή το πλοίο, να μου το αναγγείλης |
- απόψε θ' αναγγελθούν τ' αποτελέσματα των εκλογών |
- περίεργο επεισόδιο αναγγέλθηκε από ξένη χώρα |
- "εδώ Aθήνα ... ", αναγγέλλει στο ραδιόφωνο μια φωνή |
- αναγγέλλονταν οι τελευταίες διατιμήσεις από το ραδιόφωνο (PSolomos) |
- το δελτίο αναγγέλλει άνοδο της θερμοκρασίας |
- τα δελτία Πειραιώς αναγγέλλουν επιβίβαση μονάδων στ' αποβατικά (ChZalokostas) |
- ένα γράμμα or μια εκπομπή or ο τηλέγραφος μας ανήγγειλε ένα σημαντικό γεγονός |
- το ανακοινωθέν του Γενικού Στρατηγείου αναγγέλλει την κατάληψη της πόλεως |
- αναγγέλλονται τα σχόλια για προσεχή έκδοση |
- μας αναγγέλλει την επανέκδοση ενός έργου του |
- του έχει αναγγείλει τον ερχομό του παιδιού τους |
- αναγγέλλεται ο ερχομός του αρχιεπισκόπου, του αυτοκράτορα |
- την άφιξη των συνέδρων την αναγγέλνανε κανονιοβολισμοί (Thrylos) |
- αποφασίζεται απάνω στο τραπέζι ν' αναγγείλουν το χαρμόσυνο γεγονός |
- μας ανάγγειλε (ανήγγειλε) τους αρραβώνες της, τους γάμους του |
- αναγγέλθηκαν οι γάμοι του δείνα με τη δεσποινίδα τάδε |
- μας αναγγέλλεται ο θάνατος του μεγάλου ανδρός |
- αναγγέλθηκε η παραίτησή του |
- ο αρχοντάρης αναγγέλλει πως το δείπνο είν' έτοιμο (Kasdaglis)
- ② give the name (of a visitor to the host), announce:
- ο υπηρέτης ανάγγειλε τον επισκέπτη στον οικοδεσπότη |
- ποιον πρέπει ν' αναγγείλω, παρακαλώ; what name shall I give, please? |
- παρακαλώ να με αναγγείλετε στον κύριο υπουργό |
- ο λακές αναγγέλλει φωναχτά τα ονόματα των καλεσμένων που προσέρχονται (Petsalis) |
- ο μέγας αυλάρχης αναγγέλνει τους επισήμους (id.) |
- η Nαυσικά άνοιξε την πόρτα και μου ανάγγειλε απροσδόκητα πως ήρθες κ' ήθελες να μας δης (Palam)
- ③ give signs of (a state of affairs) predict, forecast (syn προλέγω, προμηνύω):
- η καινούργια μέρα κάτι αναγγέλλει |
- η μέρα αναγγέλλονταν ωραία (Ouranis) |
- από την τέχνη πρώτη η ζωγραφική μπήκε μπροστά αναγγέλνοντας καινούργιους καιρούς (Kazantz) |
- εκείνοι που λιποψυχούν σπεύδουν ν' αναγγείλουν κάθε τόσο τη συμφορά (Chatzinis) |
- η γαλήνη μέσα του και γύρω του αναγγέλλει το τέλος (Dimaras)
[fr K ἀναγγέλλω ← AG]
- ① make sth known, announce, inform (syn αγγέλλω, ανακοινώνω, γνωστοποιώ):