Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναίρεση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναίρεση η [anéresi] Ο33 : 1α.αντίκρουση μιας άποψης ως εσφαλμένης: Mε την ~ των ισχυρισμών του αποκαλύφθηκαν οι πραγματικές προθέσεις του. || άρνηση, μη αποδοχή προηγούμενης δήλωσης, λόγου κτλ.: ~ μιας υπόσχεσης, αθέτηση. β. ακύρωση: H ~ προηγούμενης απόφασης. 2. (νομ.) ένδικο μέσο με το οποίο ζητείται από τον Άρειο Πάγο να ακυρωθεί τελεσίδικη απόφαση κατώτερου δικαστηρίου: Έκανε αίτηση αναιρέσεως. H εσφαλμένη εφαρμογή ποινικής διάταξης είναι λόγος αναιρέσεως. 3. (μουσ.) σημάδι που επαναφέρει στη φυσική του θέση ένα φθόγγο ο οποίος έχει υποστεί αλλοίωση.

[λόγ. < αρχ. ἀναίρε(σις) -ση (στη σημ. 1α) (1β: ελνστ. σημ.· 2: σημδ. γαλλ. cassation)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναίρεση [anéresi] η, gen αναιρέσεως, pl αναιρέσεις (L)
  • ① retraction, recantation, withdrawal, taking back (syn ανάκληση):
    • η ~ της αποφάσεως |
    • ~ μιας δηλώσεως retraction of a statement |
    • ~ συκοφαντίας |
    • η ~ του (ψεύτικου) ισχυρισμού |
    • ο ίδιος δεν κάνει καμιά ρητή ~ αυτών των περιοριστικών απόψεών του (Andronikos)
  • ② disproving, confutation, reversal, quashing (syn ανασκευή, αντίκρουση):
    • η ~ της θεωρίας, της κατηγορίας |
    • η ίδια η υπερβολή του κινήματος οδήγησε στην αναίρεσή του, την αυτοκατάλυσή του (Dimaras)
  • ③ repeal, recall, cancellation (syn ανάκληση, άρση):
    • η ~ των μέτρων λιτότητος |
    • ο τρόπος με τον οποίο αντέδρασαν οργανώσεις και κόμματα αποτελεί ~ της αρχής της πλειοψηφίας
  • ④ law (L) manslaughter (syn απρομελέτητη ανθρωποκτονία, ant ανθρωποκτονία εκ προμελέτης):
    • δικάστηκε για απόπειρα αναιρέσεως (Karagatsis)
  • ⓐ appeal to the Supreme Court (Court of cassation) for invalidation of a lower court decision as judicially erroneous, abrogation, cassation:
    • σκέπτεται να υποβάλει ~ |
    • έκαμε αίτηση αναιρέσεως

[fr MG αναίρεσις ← K (pap, 6th c.) ← AG ἀναίρεσις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες