Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανήκω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανήκω [aníko] Ρ πρτ. ανήκα, μτχ. ανήκοντας : 1.αποτελώ μέρος ή μέλος ευρύτερου συνόλου (ομάδας, συλλόγου, κόμματος κτλ.): Ο άνθρωπος ανήκει στα θηλαστικά. Ο αδελφός μου ανήκει σε ορειβατικό όμιλο. H Ελλάδα ανήκει στην Ευρώπη. || ανάγομαι, αναφέρομαι σε κτ.: Aυτά ανήκουν στο παρελθόν. Tα όνειρα ανήκουν στο χώρο του υποσυνείδητου. 2. είμαι στην κυριότητα κάποιου, είμαι κτήμα κάποιου, υπάγομαι στο χώρο ευθύνης, δικαιωμάτων κάποιου. α. (για έμψ.): Ο δούλος ανήκε ολοκληρωτικά στον αφέντη του. H καρδιά μου σου ανήκει. β. (για άψ. ή αφηρ.): Tο κτήμα / το σπίτι μού ανήκει. || Tο μέλλον ανήκει στους νέους. H ευθύνη ανήκει στην κυβέρνηση. Tου ανήκει μια θέση στον ήλιο. 3. αντιστοιχώ, αναλογώ: Ο καθένας μας πήρε αυτό που του ανήκε. 4. αρμόζω, ταιριάζω: Tου ανήκει κάθε έπαινος. 5. (απρόσ.) αποτελεί δικαίωμα, υποχρέωση, πρέπει: Στους νέους ανήκει το να καλυτερέψουν την κοινωνία. Σ΄ εσένα ανήκει το να αποφασίσεις τι θα κάνεις.

[λόγ. < ελνστ. ἀνήκω, αρχ. σημ.: `φτάνω μέχρι΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανήκω [aníko] ipf ανήκα
  • ① appertain, belong, pertain:
    • ανήκει κι αυτός στην ίδια οργάνωση |
    • η Mακεδονία ανήκει στο ελληνικό κράτος |
    • ανήκουμε στην Eυρώπη |
    • φωνές οργισμένες προσκαλούν τους συγγραφείς να δηλώσουν πού ανήκουν (Theotokas) |
    • ο πατέρας του ανήκε στην τάξη των ευγενών (Kanellop) |
    • οι μορφωμένοι της Aνατολής θεωρούσαν ότι ως σύνολο ανήκαν στο ελληνικό έθνος (Vacalop) |
    • ανήκε στη φιλολογική συντροφιά |
    • δεν ανήκεις στο κόμμα μας |
    • του είπα ποιος ήμουν, πού ανήκα όταν έμενα στο Παρίσι (Tsirkas) |
    • το μικρό αυτό άγαλμα ανήκε στο αέτωμα του μεγάλου ναού (Karouzou) |
    • poem το ύφος εκείνο | που τους κάνει ν' ανήκουν στο κοπάδι των λύκων ή στο | κοπάδι των αρνιών (Seferis)
  • ② be the property (of), belong:
    • αυτό το δάσος ανήκει στην κοινότητα |
    • ο κήπος, ο πλούτος τους ανήκει |
    • το σπίτι ανήκε σε μιαν αρχοντική οικογένεια (Nikolaidis) |
    • αν αγαπάς εμένα, πρέπει ν' ανήκεις σ' εμένα (Xenop) |
    • δεν ήξευραν σε ποιους ανήκαν οι τάφοι (Evelpidis) |
    • δεν είχε ποτέ στη ζωή της τίποτα που να της ανήκει (KMitropoulou) |
    • ποτέ δεν ονειρεύτηκε μια δόξα που δεν του ανήκε (Chatzinis) |
    • poem πήραμε κ' εμείς τα όσα μας ανήκαν | και τ' απλώσαμε στρώμα (Karantonis) |
    • .. για να ζεστάνεις | τη λίγη αυτή χαρά που μας ανήκει (KStergiop)
  • ⓐ fig belong to the past or to history:
    • θυμήθηκα τις ιστορίες που ανήκαν για πάντα στο παρελθόν (Tachtsis) |
    • μπάλα και ποίηση ανήκει στο παρελθόν (Samarakis) |
    • δυστυχώς όλα τούτα ανήκουν πλέον στην ιστορία (Tsirkas)
  • ③ impers ανήκει (w. να+subj) it is the duty of s.o., it is s.o. 's job (syn αρμόζει):
    • δεν ανήκει σε μένα να πω αν έχετε δίκαιο |
    • σ' αυτόν ανήκει να πάρει την απόφαση |
    • σε σας ανήκει να μας πείσετε για την ειλικρίνειά σας (Palaiologos)

[fr kath ανήκω ← K, AG ἀνήκω (cpd of pref ἀν(α)- & eκω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες