Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανέλεγκτος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανέλεγκτος -η -ο [anéleŋgtos] Ε5 : (λόγ.) που δεν ελέγχεται· ανεξέλεγκτος: H φαντασία, ανέλεγκτη κατά τον ύπνο από τη διανόηση, σχηματίζει αυθαίρετες ονειρικές εικόνες.

[λόγ. < αρχ. ἀνέλεγκτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανέλεγκτος, -η, -ο [anéleŋgtos] (& Athanas ανέλεγχτος) (L)
  • not subject to any control, uncontrolled, unrestricted (syn ανεξέλεγκτος 2):
    • ο κόσμος περνά μια περίοδο ανέλεγκτη, γι' αυτό και επικίνδυνη |
    • δική του προσωπική, ανέλεγκτη φυσική ηθικότητα |
    • όταν πρωτοεφαρμόστηκε η μηχανή, βρέθηκε ανέλεγκτη ολωσδιόλου στα χέρια του επιχειρηματία με την υποστήριξη βέβαια της πολιτικής εξουσίας (Despotop) |
    • το ραδιόφωνο διαθέτει την τεχνική δυνατότητα ανέλεγκτης λειτουργίας σε διεθνή κλίμακα, δηλαδή ανέλεγκτης λήψης (Peponis) |
    • βρισκόμαστε στη σφαίρα .. της υποκειμενικότητας και των ανέλεγκτων αξιολογήσεών της (Papanoutsos) |
    • ο φιλοσοφικός λόγος αμφισβήτησε την ανώνυμη και ανέλεγκτη αυθεντία του θρησκευτικού μύθου (id.) |
    • η παραδοσιακή φιλοσοφία προβάλλει ανέλεγκτες γενικές θεωρίες για το νόημα του κόσμου (Veikos) |
    • poem άγνωστος σ' όλους ο Θεός που ανέλεγχτος τα κρίνει (sc τα γένη, τα έθνη) (Athanas)

[fr kath ανέλεγκτος ← K, PatrG ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες