Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανέγερση η [anéjersi] Ο33 : (λόγ.) το χτίσιμο, η κατασκευή οικοδομήματος· οικοδόμηση: Ο δήμος ανέλαβε τα έξοδα για την ~ του νοσοκομείου.
[λόγ. < ελνστ. ἀνέγερ(σις) `ξύπνημα΄ -ση, κατά τη σημ. της λ. ανεγείρω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανέγερση [anéyersi] η, gen ανέγερσης & ανεγέρσεως (L)
- erection, building (syn κτίσιμο, L οικοδόμηση):
- ~ τρούλλου, ναού, συνοικισμού, εκκλησίας, βίλλας, ανακτόρων, μνημείου, μαυσωλείου, σχολικών κτιρίων |
- επέβλεψε στην ~ παντός είδους οικοδομών |
- τα ιαματικά λουτρά της Kαλύμνου έχουν αξιοποιηθεί με την ~ συγχρόνου και μοντέρνου υδροθεραπευτηρίου (Varelas) |
- θα πρέπει να προχωρήσουμε στην ~ του πρώτου πυρηνικού εργοστασίου (Angelop)
[fr kath ανέγερσις ← K ← AG ἀνέγερσις, der of AG ἀνεγείρω]
- erection, building (syn κτίσιμο, L οικοδόμηση):