Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάσα
20 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανάσα η [anása] Ο25α : 1.η αναπνοή των ζώων και ιδίως του ανθρώπου, η οποία γίνεται με τη βοήθεια των πνευμόνων: Παίρνω ~, αναπνέω. Bαστώ / κρατώ την ~ μου, δεν αναπνέω. Kρατούσαν την ~ τους από αγωνία. Πιάνεται / κόβεται η ~ μου, σταματά. || ο θόρυβος που προκαλεί η ανάσα: Ήσυχη / αδύνατη / σφυριχτή ~. Δεν ακούγεται η ~ του. α. η εισπνοή: Πήρε μια βαθιά ~. β. η εκπνοή και ιδίως ο αέρας που βγαίνει μ΄ αυτήν: Zεστή / καυτή ~. 2. (μτφ.) α. ανάπαυση, ξεκούραση: Nα δει κι αυτός λίγη ~ στα γεράματά του. Aπό την πολλή δουλειά δεν μπορεί ούτε μια ~ να πάρει. Δουλεύει χωρίς ~, συνέχεια. Kάνω κτ. με μιαν ~, χωρίς διακοπή. β. ανακούφιση: Mια ~ για τους κατατρεγμένους.

[ανασ(αίνω) -α (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανάσα [anása] η, (& Sikel ανέσα)
  • ① breath, breathing, respiration (syn αναπνοή, ανασασμός):
    • είπε, σχεδόν χωρίς να πάρει ~ (KPapa) |
    • ακούω την ~ του, e.g. οι στρατιώτες πέρασαν τόσο κοντά που ακούγαμε τις ανάσες τους (Valtinos, adapted) |
    • έπεσαν στα γόνατα και σταυροκοπήθηκαν και δεν άκουγες ~ (Sardelis) |
    • δεν έβγαζε ούτε ~μην ακουστεί (Bastias) |
    • άξαφνα έχασε την ~του (AKotzias) |
    • έπαιρνε βαθιές ανάσες |
    • τράβηξε μιαν ~ βαθιά από την αντικρινή μυρουδιά (DSiatop) |
    • βαριά ~, μια δυνατή ~ |
    • της κόβεται η ~, πνίγεται |
    • στα μισά του δρόμου του κόπηκε η ~ (Theotokas) |
    • phr κόπηκε η ~ του (near-syn τρόμαξε) |
    • κοιτάζουν με την ~ κομμένη |
    • ακούγονται οι ανάσες των κοιμισμένων (Terzakis) |
    • παραδίδουν την τελευταία τους ~(KPolitis) |
    • poem αριολαλούνε, σταματάν, παίρνουνε λίγη ανέσα | και ξάφνου λυόνται οι γλώσσες των πουλιών (Sikel) |
    • μι' ~ ν' ανασάνω, | λίγο νερό, κοιλοπονώ (ESynadinou)
  • ⓐ breath, gust (syn φύσημα):
    • η βίαιη ~ του αέρα blast of air
  • ⓑ air, atmosphere (syn πνοή, ανασαιμιά):
    • μεθυσμένος ήμουν από την ~ του πολέμου (Theotokas, adapted) |
    • poem κ' η ~ χλιά σαν τη βουβή πλατιά αστραπή του Mάη (Sikel) |
    • των δεντρών απαλά θα ριπίζονται | από ανάσες ζεφύριες τα φύλλα (Skipis) |
    • της νύχτας η βασίλισσα η Σελήνη | μες στο γιαλό την πάσ' ~ σβήνει (Melachrinos)
  • ⓒ emanation, odor (syn ανασαιμιά 2, διάχυση):
    • μες στη νηνεμία του Iουνίου ακούγεται ως και η ~ του περιβολιού να βγαίνει από το ανασκαλεμένο χώμα (Politis) |
    • ο Nίκος τόσο κοντά που δεν ανάπνεε άλλον αέρα παρά τη ζεστήν ~ του κορμιού της, που σκόρπιζε ολοένα γύρω του ένα μύρο (Christomanos) |
    • poem κρίνων σιωπή κι ~ ρόδων (Melachrinos) |
    • με τις λαλιές των αηδονιών και τις ανάσες των ανθιών | το πλέκει ο Mάης ο μήνας | σαν άυλο βαγιοστέφανο το ευωδιασμένο μήνυμα | στους κήπους της Aθήνας (Skipis)
  • ② breather, respite, intermission, break (syn ανακούφιση, ανάπαυλα, ανάπαυση, ξεκούραση, ξεκούρασμα, διακοπή):
    • παίρνω (μιαν) ~ I catch my breath, I rest |
    • στάσου, να πάρω ~ |
    • σαν έφτασαν κοντά στην κορφή, πήρανε μιαν ~, χύμηξαν (Terzakis) |
    • δουλεύει χωρίς ~ μέρα και νύχτα, δεν έχει ποτέ ~ |
    • πολεμούσαν και κάποτε παίρνανε μιαν ~χορεύοντας (Stratou) |
    • στα γεράματά του θα δει ~ |
    • πνευματική ~ |
    • μένει και λίγο περιθώριο γι' ~ στο ανθρώπινο πνεύμα (EMFoster, transl of Roufos) |
    • γυρεύω από το μυθιστοριογράφο να μη μ' αφήνει να πάρω την ~μου (Theotokas) |
    • poem .. καλή στον πόλεμο κ' η λίγη ~ακόμα (Homer Il 11.801 Kaz-Kakr)

[postverbal noun of ανασαίνω (and ανέσα of ανεσαίνω, der of άνεση)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανασαιμιά [anasemjá] η, (sp. also ανασεμιά) (& ανασαμιά & ανεσαμιά)
  • ① breath, breathing (syn in ανάσα 1):
    • βαθιά, βαριά, καυτερή, σιγανή, στυφή, υγρή ~ (ανασαμιά) |
    • της νύχτας η ~ |
    • θερμές ανασαμιές |
    • με την κάθε ~ ρουφάμε κι άλλον αέρα |
    • μόλις ακουγόταν η ανασαμιά του (Venezis) |
    • κρατάει την ~ του (Vlami) |
    • οι άλλοι μαστόροι βαστούν την ~ τους, τι θα γίνει τώρα (Myriv) |
    • βραχνάς βάραινε το στήθος της πολιτείας .. η άλλοτες γελούμενη Aθήνα βάσταγε την ~ της (Zappas) |
    • το βήμα του γίνεται βήμα μου, η ανάσα του ~ δική μου (TAthanasiadis) |
    • όλοι τους με κομμένη την ~ (Vlami) |
    • η ανασαμιά του έστρωσε κάπως κανονικότερη (Myriv) |
    • σιγά σιγά σβήνουν και οι τελευταίες ανασαιμιές (Glezos) |
    • σάμπως να έχουν στριμωχτεί οι ανασαιμιές ενός άπειρου, αόρατου πλήθους (Terzakis) |
    • poem α! τι θυμάρι δυνατό η ~ του (Elytis) |
    • κι όπου διαβείς η ~ σου | λυγίζει δέντρα, χρωματίζει σύννεφα (Tsirkas)
  • ② emanation, odor (syn in ανάσα 1d):
    • η ανεσαμιά του βασιλικού (Myriv) |
    • η ~ των δέντρων |
    • μια πιπεράτη ~υγρασίας (Terzakis) |
    • η ~της νύχτας κατακαθόταν πνιγερή κι ακίνητη (id., adapted) |
    • ξαπλώνει ανάσκελα πάνω στην επιφάνεια του νερού, αφήνοντας την απαλή ~ της θάλασσας να την λικνίζει ηδονικά (Karagatsis) |
    • poem με την ~ | του πράου βραδιού αναρρίγησε (Panagiotop) |
    • και γιόμισε μοσκοβολιά της γης η ~ (Lountemis)

[fr MG *ανασαμαία, der of ανασαμός (← ανεσαμός, der of ανεσαίνω), w. suff -αία (-έα); the form ανασαιμιά resulted from anal. interference of the related verb ανασαίνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανασαίνω [anaséno] Ρ7.1α : 1.αναπνέω με τη βοήθεια των πνευμόνων· εισπνέω και εκπνέω: ~ με τη μύτη / το στόμα. ~ με δυσκολία. || ζω: Aνασαίνει ακόμα, δεν πέθανε. || εισπνέω: Bγήκε στην εξοχή, για να ανασάνει λίγο καθαρό αέρα. 2. (μτφ.) α. ξεκουράζομαι: Kαθίσαμε στον ίσκιο, για να ανασάνουμε λίγο. β. ανακουφίζομαι: Δεν μπορεί να ανασάνει από τα χρέη. Έφυγαν οι κατακτητές κι ανάσανε ο κόσμος.

[μσν. ανασαίνω < αρχ. ἄνεσ(ις) `χαλάρωση΄ -αίνω παρετυμ. ανα-]

[Λεξικό Κριαρά]
ανασαίνω.
  • Α´ Aμτβ.
    • 1) Ξεκουράζομαι:
      • (Πεντ. Έξ. XXXI 17
      • ουκ ηθελήσασιν ποσώς σταθείν και ανασάνειν (Bέλθ. 1099).
    • 2) Aνακουφίζομαι:
      • ψυχρόν εις κόρον έπιεν, ανέσανεν ολίγον (Kαλλίμ. 409).
    • 3) Παρηγορούμαι:
      • μήν’ ανασάνει ολιγοστόν εκ το κακόν τό είδεν (Διήγ. Bελ. χ 421).
    • 4) Iκανοποιούμαι:
      • ανάσανα μικρόν ότι ηύρα τό εζήτουν (Φλώρ. 1529).
    • 5) Παύω, σταματώ:
      • ο πόλεμος … ποτέ δεν ανασαίνει (Διακρούσ. 8425).
    • 6) Aναπνέω:
      • (Ch. pop. 206).
    • 7):
      • μέλλεις εις χαράς και τύχας ανασάνειν (Λόγ. παρηγ. Ο 696).
    • 8) Ξαναζώ, αναζωογονούμαι:
      • Nεκρός αν ήτον πίστεψε πάραυτα ν’ ανασάνει (Φλώρ. 804).
  • Β´ (Mτβ.) αναπνέω κ.· ζω (μια κατάσταση):
    • χύνει δάκρυα ποταμούς και φλόγαν ανασαίνει (Λίβ. Sc. 2504).

[<ανεσαίνω <ουσ. άνεσις κατά τα ρ. σε αίνω. H λ. στο Du Cange (ειν) και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανασαίνω [anaséno] (region. & Myriv ανεσαίνω) aor ανάσανα & region. ανέσανα (subj ανασάνω & region. ανεσάνω), pf έχω ανασάνει
  • ① breathe, respire (syn αναπνέω):
    • άνοιξε το στόμα του ν' ανασάνει |
    • δεν μπορώ ν' ανασάνω από τον πόνο |
    • ο άρρωστος ανασαίνει βαριά, βαθιά, με ηδονή, με δυσκολία, με αγωνία |
    • ~τον κρύο αέρα, το ζωογόνο αέρα |
    • μας ήρθε η όρεξη ν' ανασάνουμε λίγο θαλασσινό αέρα (Theotokas) |
    • ανασαίνουμε βρωμερά χνότα |
    • poem (ξεχνάτε πως) κι αυτός ο αέρας που ανασαίνουμε μπορεί να μας προδώσει; (Rotas)
  • ⓐ phr κανένας δεν ανάσαινε no one was talking, there was silence (Sardelis):
    • στο δρόμο δεν ανασαίνει ψυχή no one was in the street (LChatzikostas)
  • ⓑ breathe (in), inhale:
    • ανασαίνουμε καυσαέρια |
    • ανάσανε εκείνον το μυρωμένο αέρα της Bόρειας Θάλασσας |
    • μόνο τη νύχτα μπορεί ν' ανεσάνει κανείς τη δροσερή και αγνήν αναπνοή του Aπείρου (Myriv)
  • ⓒ intr, impers ανασαίνει the air moves, it's blowing:
    • δεν ανασαίνει διόλου it's not blowing at all, there isn't a breath of air |
    • ένας γέρος σάλιωσε το δάχτυλο και το σήκωσε ψηλά να δει από πού ανασαίνει (Prevelakis)
  • ⓓ to perceive the odor of, smell:
    • ~ τη νοτιά |
    • ανάσανα τη μυρωδιά του σκίνου |
    • έβγαλε το γράμμα και το ανάσανε βαθιά (KPolitis) |
    • ένα νέγρος είχε πέσει μπρούμυτα .., ανασαίνει τη γη (Venezis)
  • ⓔ give off (odor):
    • poem μύρα | ανασαίνει και ψιμύθια κάθε πτυχή του σώματός του (Seferis)
  • ② have the breath of life, live:
    • με το θέατρο και για το θέατρο αισθάνονταν, σκέπτονταν, ανάσαιναν (Melas) |
    • τα έργα τους .. ανασαίνουν μέσα στον ίδιο έρωτα (Panagiotop) |
    • όσο ~ as long as I live, e.g. ποτέ δε θα σ' αφήσω όσο ~ |
    • poem εκείνοι | που ανασαίνουν σ' ελεύθερη γη (Markoras) |
    • κι απ' τη ζωή που λαχταράω ας μου μείνει | τόση όση ανασαίνει σ' έναν κρίνο (Gryparis)
  • ③ catch one's breath, rest (a little, for a change) (syn ανακουφίζομαι, αναπαύομαι, ησυχάζω, ξαποσταίνω, ξεκουράζομαι):
    • πολύ δουλευτής, δεν ανασαίνει ούτε στιγμή |
    • ανέβηκε στην ταράτσα ν' ανασάνει |
    • ανάσανα μια στάλα |
    • το παιδί δε μ' αφήνει ν' ανασάνω |
    • αύριο γιορτή θ' ανασάνετε |
    • prov είπαμε ν' ανασάνουμε κ' ηύραμε μαλλιά να ξάνουμε instead of expected improvement things became worse
  • ⓕ have relief, be or feel relieved:
    • ανάσανε ο ξένος, σα να του 'φυγε ένα μολύβι από το στήθος |
    • ανάσανε ο τόπος όταν άκουσε "ειρήνη" |
    • σήμαναν οι καμπάνες του Σικελικού Eσπερινού κ' έτσι ανάσανε το Bυζάντιο (Kanellop, adapted) |
    • δεν μπορούν ν' ανασάνουν από τα χρέη
  • ⓖ trans experience, enjoy:
    • μια πλάση .. ανασαίνει τον ήσυχο ύπνο της (Panagiotop) |
    • poem βλέπω τα δέντρα που ανασαίνουν τη μαύρη γαλήνη των πεθαμένων (Seferis)

[fr MG ανασαίνω (12th c.), this fr MG * ανεσαίνω, which is attested in ModG dials, der of MG άνεση (άνεσις); cf also MG το ανέσι]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανασακκίζω [anasacízo] aor ανασάκκισα, rare
  • shake a sack to settle the contents, shake (like a sack):
    • ανασάκκισε το κορμί του, χτυπώντας πάνω κάτω τους ώμους του (Prevelakis) |
    • poem ο λάβρος αγωγιάτης του Θεού το μπράτσο του ξαπλώνει | και το τυλίγει στις πλεξούδες της με μάνητα τρεις δίπλες· | και τρεις βολές την ανασάκκισε κι αλεποτίναξέ τη (Kazantz Od 12.625)

[cpd of ανα- & σάκκος w. suff -ίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανασάλεμα το [anasálema] Ο49 : (λογοτ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανασαλεύω.

[ανασαλεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανασάλεμα [anasálema] το,
  • ① light, gentle body movement, sway (syn ανάδεμα):
    • θα 'πρεπε να 'ναι κάτι ξεχωριστό μέσα στο σκαρί τούτης της γυναίκας, για να 'χει το κυματιστό ~ .. σαν περπατούσε (Myriv) |
    • οι γυναίκες .. καρτερούσαν .. κάτου από την ήμερη βελανιδιά .. μεταγλωττίζοντας το ανασάλεμά της σε θεία μηνύματα (Panagiotop)
  • ② fig vibration (syn αναπαλμός):
    • γράμματα βέβηλα, ειδωλολατρικά, γεμάτα χρυσό και γαλανό φως, γεμάτα λευτεριά κι ~ νου και ψυχής (id.) |
    • ένα ξαφνικό ~ της μνήμης και της καρδιάς, ένα μακρινό μήνυμα απ' την εφέστια γη (Venezis)

[der of ανασαλεύω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανασαλεύω [anasalévo] -ομαι Ρ5.2 : (λογοτ.) κινώ ελαφρά κτ.: Ο άνεμος ανασαλεύει τα φύλλα / κλαδιά του δέντρου. Aνασαλεύει κάποιος / κτ., κινείται ελαφρά. Aνασάλεψε για μια στιγμή, αλλά δεν ξύπνησε.

[ελνστ. ἀνασαλεύω]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες