Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάρια
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ανάρια, επίρρ.
  • Σε αραιά διαστήματα:
    • ανάρια όλοι εβάλθηκαν (Xρον. Mορ. P 4031).

[<επίθ. ανάριος (Du Cange, ΙΛ). H λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανάρια [anárja] adv, lit
  • ① sparsely (syn αραιά):
    • σπέρνει το σιτάρι ~ |
    • το βουνό ανεβαίνει ξερό, κοκκινωπό, στιγματισμένο ~ εδώ κ' εκεί από λευκά σπιτάκια (KPolitis)
  • ② temporally at long intervals, infrequently, rarely (syn αραιά, σποραδικά):
    • τόσο ~τόνε βλέπουμε στο σπίτι |
    • ολοένα κι ακούγουνται οι κανονιές πιο ~από το Tολέδο (Kazantz) |
    • κάποιος σωλήνας έσταζε ~ μέσα στο κοιμάμενο νερό (Myriv) |
    • poem .. ~ γύρου | βραχνό ακουγόταν βέλασμα | τρεμουλιαστό σατύρου (Sikel) |
    • κι ~ ρίχνει αναλαμπές μεγάλες το δαυλί (id.) |
    • και τρίζουνε τα μνήματα | σιγά σιγά κι ~ | κι αναστενάζουνε οι ανθοί | και τρέμουν τα χορτάρια (Malakasis) |
    • στον αργαλειό της ύφαινε κι ~ ετραγουδούσε (Krystallis)
  • ⓐ phr ανάρι' ~ at (long) intervals, from time to time (syn αριά και πού, κάποτε κάποτε, κάπου κάπου):
    • ανάρι' ~πέφτουν στάλες (σταλαματιές) βροχής |
    • ανάρι' ~ το φιλί για να 'χει νοστιμάδα in literal and fig sense; in the latter sense, repetition brings routine and boredom |
    • folks. μαργαριτάριν έσπερνα, Mάρω μου, στο λαιμό σου, | ανάρι' ~το 'σπειρα και κείνο πυκνοβγήκε (DPetrop) |
    • poem θυμάσαι ανάρι' ~μια μηλιά, γλυκομηλιά που ανθούσε | ..; (Kazantz Od 24.434) |
    • κάπου κι ~ (Myriv), ~ και πού (Karagatsis, Foteinos)

[fr MG ανάρια, der of ανάριος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες