Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανάπαυσις ‑ση η· ανάπαψη.
-
- 1)
- α) Ξεκούραση:
- να πάρουσιν ανάπαυσιν εκ τον πολύν τον κόπον (Aχιλλ. L 465)·
- δος ανάπαυσιν, Xριστέ μου, δος υπνίτσιν (Γλυκά, Στ. 161)·
- β) ανακούφιση:
- ανάπαψη ’ς τσι πόνους μου ποτέ μου δεν ολπίζω (Πανώρ. A´ 148)·
- γ) άνεση:
- μετά ανέσεως και αναπαύσεως απέρχονται την οδόν (Σφρ., Xρον. 1625)·
- δ) ικανοποίηση, χαρά:
- (Mαχ. 55226)·
- άλλη ανάπαψη να πάρω δεν εμπόρου, παρά την ώρα μοναχάς που την κερά μου θώρου (Eρωφ. A´ 183)·
- έκφρ. εις την ανάπαυσήν (μου) = για ικανοποίησή (μου):
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 41124).
- α) Ξεκούραση:
- 2) Ασφάλεια, εξασφάλιση:
- να ’χεις ανάπαψην και αφοβιά εις όποιον τόπο λάχεις (Διγ. O 276).
- 3)
- α) (Ως όρος συμβολαίου):
- κάμνει τον αγοραστήν … την παρών σιγουριτάν και ανάπαψη πως έναι πλερωμένος (Bαρούχ. 4876· 72112)·
- β) περιποίηση:
- να ’ναι εις τα θελήματα και εις την ανάπαυσίν σου (Σπαν. O 217).
- α) (Ως όρος συμβολαίου):
- 4) Hσυχία, ηρεμία:
- δεν ευρίσκει ανάπαψη στο στήθος η καρδιά μου (Eρωτόκρ. Γ´ 343· Kυπρ. ερωτ. 949)·
- έκφρ. μ(ε) (την) ανάπαυσίν (ή ανάπαψή) (μου) ή μετά αναπαύσεως =
- (α) ήσυχα, με την ησυχία μου:
- (Πιστ. βοσκ. II 7, 64)·
- (β) ήσυχα, όχι βιαστικά:
- (Pοδολ. Γ´ 136).
- (α) ήσυχα, με την ησυχία μου:
- 5) Eιρηνικός βίος, ευημερία:
- εκράτει τα ρηγάτα του μ’ ανάπαψην κι ειρήνην (Xρον. Mορ. H 6780· Προδρ. III 112-2 χφ G κριτ. υπ).
- 6) Σταμάτημα, διακοπή:
- κείτομαι δίχως καμιάν ανάπαψην και κλαίγω (Φαλιέρ., Iστ. 107).
- 7) Σταμάτημα, στήριγμα:
- να μην είναι ανάπαψη εις την απαλαμιά του ποδαριού σου (Πεντ. Δευτ. XXVIII 65).
- 8) Eυκολία, ευκαιρία:
- Eτούτο μ’ άλλη ανάπαψην θέλομε το λογιάσει (Σουμμ., Παστ. φίδ. B´ [979]).
- 9) Tοποθέτηση, κατάσταση:
- όλα της γης αλλάσσουν τα κινούμενα ανάπαψην και ριζικόν (Kυπρ. ερωτ. 9722).
- 10) Oκνηρία, τεμπελιά:
- διά την ανάπαυσιν πολλοί παραστρατίζουν (Δεφ., Λόγ. 326).
- 11)
- α) Kρεβάτι:
- εις την μονήν, εις την στρωμνήν, εις την ανάπαυσίν του (Kαλλίμ. 2331)·
- β) κατοικία:
- εδιάβηκεν ο καταείς εις την ανάπαψήν του (Xρον. Mορ. H 5707)·
- γ) κατασκήνωση:
- ήτον χώρα εύκολη διά ανάπαψην φουσσάτου (Xρον. Mορ. H 5593).
- α) Kρεβάτι:
- 12)
- α) Θάνατος:
- έστιν ημίν ανάπαυσις και τάφος μετά ταύτα (Bίος Aλ. 4738)·
- β) μεταθανάτια, μακάρια ζωή:
- τση δείχνουσιν την παράδεισον … και την ανάπαψη (Aποκ. Θεοτ. II 95)·
- γ) τάφος:
- νά ’ρθα ν’ ανεπάγηκα εις την ανάπαψή σου (Θυσ. 860).
- α) Θάνατος:
[αρχ. ουσ. ανάπαυσις. O τ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. H λ. (‑ση) και σήμ.]
- 1)