Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάλγητος -η -ο [análjitos] Ε5 : που μένει ασυγκίνητος από τη δυστυχία των συνανθρώπων του, που είναι σκληρόκαρδος: Άνθρωπος σκληρός και ~. H ψυχή του είναι ανάλγητη.
ανάλγητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀνάλγητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάλγητος, -η, -ο [anályitos] (L)
- ① insensible, insensate:
- ανάλγητη και απάνθρωπη η φύση |
- οι μηχανές είναι ανάλγητες |
- η ανάλγητη .. θεωρία του πολέμου και της φρίκης του χωρίς καμιά ευαισθησία για την ανθρώπινη άποψη (Despotop)
- ② unfeeling, insensitive, unmoved (syn ασυγκίνητος, απαθής):
- ανάλγητη ψυχή |
- οι ηλικιωμένοι άνθρωποι .. έχουν την αποκαμωμένη αυτή κι ανάλγητη έκφραση στα μαραμένα τους χείλη (Terzakis)
- ⓐ cruel (syn σκληρόκαρδος, άσπλαχνος):
- ανάλγητοι, κακόπιστοι άνθρωποι |
- ανάλγητη πολιτική |
- ο ~ είναι κι ο πεισματικά φιλόκερδος κι ο εγωιστικά περιχαρακωμένος στον εαυτό του (Panagiotop)
[fr K ἀνάλγητος ← AG]
- ① insensible, insensate: