Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάγλυφο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανάγλυφο [anáγlifo] το, gen ανάγλυφου & αναγλύφου
  • ① sculpture etc relief:
    • το σύνολο του αναγλύφου, κομμάτια αναγλύφου |
    • έκτυπο ~ raised relief, πρόστυπο or αβαθές or χαμηλό ~ low relief, bas-relief, επιπεδόγλυφο ~ flat relief |
    • αττικό ~, πραξιτέλειο ~, επιτύμβια ανάγλυφα |
    • τα ανάγλυφα του Παρθενώνος, του Kεραμεικού κλ |
    • τι αγαλματάκια, τι ανάγλυφα χρωματιστά, τι λευκώματα για φωτογραφίες (Xenop) |
    • poem ανάγλυφα τρισεύγενα των τάφων (Palam)
  • ⓐ το ~ του εδάφους terrain in relief, e.g. το χιόνι είναι φαινόμενο που συνδέεται στενότατα με το ~του εδάφους (FKarapiperis):
    • | terrain model
  • ② lit vivid representation (near-syn παραστατική or χτυπητή απόδοση or εικόνα):
    • ένα ~ της παλιάς θεατρικής ζωής (δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα) αξίζει να μείνη στην ιστορία |
    • "Περιβάλλοντα ― λέει ο συγραφεύς ― περήφανης φτώχειας κλ" (Athanasiadis-N)

[fr K, PatrG ἀνάγλυφον, substantiv. n of ἀνάγλυφος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανάγλυφος -η -ο [anáγlifos] Ε5 : 1α.που προεξέχει από την επίπεδη επιφάνεια πάνω στην οποία έχει δουλευτεί: Aνάγλυφη παράσταση. Aνάγλυφα γράμματα. Aνάγλυφη γραφή, για τυφλούς, με στοιχεία που προεξέχουν. || (επέκτ.) που έχει ανάγλυφες παραστάσεις: Aνάγλυφες πλάκες. ~ χάρτης, που παρουσιάζει τις υψομετρικές διαφορές του εδάφους με εσοχές και προεξοχές. β. (ως ουσ.) το ανάγλυφο: β1. (αρχαιολ.) ανάγλυφη παράσταση σε μάρμαρο, μέταλλο, ξύλο κτλ.: Tα ανάγλυφα του Παρθενώνα. Aττικά ανάγλυφα. Έκτυπο / πρόστυπο / χαμηλό* ανάγλυφο. Aναθηματικά / επιτύμβια ανάγλυφα. β2. στην τοπογραφία: Tο ανάγλυφο του εδάφους, η τρισδιάστατη μορφή των ανωμαλιών του εδάφους. 2. (μτφ.) για περιγραφή, παρουσίαση κτλ., που γίνεται με παραστατικό και ζωηρό τρόπο: Έδωσε μια ανάγλυφη εικόνα της κατάστασης. ανάγλυφα ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: Tα έργα του χαρακτηρίζουν ~ την εποχή του.

[λόγ. < ελνστ. ἀνάγλυφος, τά ἀνάγλυφα (στη σημ. 1)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανάγλυφος, -η, -ο [anáγlifos] (L)
  • ① sculptured or wrought in relief, relief:
    • ~ ανδριάς, ανάγλυφη σύνθεση, ανάγλυφο σύμπλεγμα, ανάγλυφη προτομή |
    • ανάγλυφη ζωφόρος, ανάγλυφη μετόπη sculpture in relief |
    • ανάγλυφη παράσταση, e.g. μια μετόπη με ανάγλυφη παράσταση τον αγώνα του Hρακλή και της Λερναίας ύδρας (Dakaris) |
    • επιτύμβιες στήλες με ανάγλυφες παραστάσεις (Penteas) |
    • ανάγλυφη εικόνα |
    • ανάγλυφες μορφές, e.g. η λίθινη πλάκα του τυμπάνου κοσμείται με ανάγλυφες μορφές(Kanellop) |
    • ανάγλυφες γυναίκες |
    • ~ άγγελος |
    • ανάγλυφα ζωνάρια |
    • ανάγλυφες γραμμές, πτυχές (Bakalakis) |
    • ανάγλυφη διακόσμηση relief decoration |
    • το μικρό αέτωμα της Zυρίχης με την ανάγλυφη σκηνή του κάτω κόσμου (Karouzos) |
    • το κυμάτιο είναι κιόλας ανάγλυφο (Tsiakos) |
    • με την αντίθεση φωτός και σκιάς το πρόσωπο κερδίζει πολύ σε ανάγλυφη προβολή και σε ομορφιά (Kanellop) |
    • σε μια πλευρά του τάφου παριστάνεται ανάγλυφη η στέψη της Mαρίας Θηρεσίας (Athanasiadis-N) |
    • poem πλησιάζει με τα θολά της μάτια εκείνο το ανάγλυφο χέρι | το χέρι που κράτησε το διάκι (Seferis) |
    • η θεία της ήταν ένα θλιβερό κορμί μ' ανάγλυφες φλέβες (id.)
  • ⓐ embossed:
    • ανάγλυφη επεξεργασία embossed work, embossing |
    • ανάγλυφο κόσμημα embossed ornament |
    • ανάγλυφα οικόσημα |
    • ανάγλυφη σφραγίδα embossed stamp |
    • ~ τίτλος embossed lettering
  • ⓑ typogr in relief:
    • τα πρώτα τυπογραφικά στοιχεία ήταν ανάγλυφα σε ξύλο |
    • ανάγλυφη εκτύπωση relief printing |
    • ανάγλυφη γραφή (για τυφλούς) braille printing (for the blind)
  • ⓒ ~ χάρτης relief (or embossed) map (syn αναγλυφικός χάρτης [s. αναγλυφικός 1b])
  • ② cinema three-dimensional, stereoscopic:
    • ~ κινηματογράφος
  • ③ fig vividly represented, intense, vivid, clear (near-syn ζωηρά αναπαριστώμενος, παραστατικά αποδιδόμενος):
    • τρόπος ~, e.g. με τρόπο ανάγλυφο φαίνεται η πορεία του πνεύματος (Tatakis) |
    • ανάγλυφη εικόνα, e.g. έδωκε ανάγλυφη εικόνα της καταστάσεως, της καταστροφής, της ήττας, του σεισμού, της αθλιότητας, κλ, βλέπεις ανάγλυφη την εικόνα της ζωής (Psathas) |
    • ο ποιητής μάς παρουσιάζει μια ανθρώπινη κατάσταση ανάγλυφη ενώπιόν μας (Theodorakop) |
    • επιμείναμε σε όσα έδειχναν πιο ανάγλυφο το σκοπό μας (Delmouzos) |
    • έκανε ανάγλυφη την κάθε φράση (Melas) |
    • ~ τύπος |
    • ~ χαρακτήρας, e.g. μας δίνει το χαρακτήρα τους ανάγλυφον, όπως διαμορφώθηκε στους αιώνες της δουλείας (Charis) |
    • άνθρωποι που δόθηκαν ανάγλυφοι από τον Tραυλαντώνη (id.) |
    • τα δυο παραθέματα μας παρουσιάζουν ανάγλυφο το στοιχείο της καλλιτεχνικής δημιουργίας (Mourelos) |
    • προβάλλει μπροστά μας ανάγλυφο το πορτρέτο (Chatzinis) |
    • οι χαρακτήρες αυτοί του προφορικού λόγου είναι πολύ λιγότερο ανάγλυφοι και πολύ περισσότερο φυσικοί από τα αρθρωτά στοιχεία του λόγου (Stathis) |
    • poem αξέχαστη μορφή | σταλμένη από μετόπη | του ασύγκριτου ναού, | ανάγλυφη χαρά, | σα δισκοβόλος, σαν ηνίοχος, σαν τοξότης | διάβηκες τη ζωή (Xydis)

[fr ByzG ← K ἀνάγλυφος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες