Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάγκασμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανάγκασμα [anáŋgazma] το,
  • ① force, pressure (syn βία, εξαναγκασμός):
    • κανένας λόγος, ~ κανένα δεν είν' άξιο να τον κάμη ν' αφήση τη γωνιά (Vlachogiannis)
  • ② urging, prompting, spurring (syn παρακίνηση, παρότρυνση, προτροπή):
    • ήταν κι αυτό ένα ~ για να πάρη το σωστό δρόμο στη ζωή του
  • ③ compulsory and unrewarded labor (syn προσωπική εργασία):
    • ο δρόμος φτιάχτηκε μόνο με ~

[fr K ἀνάγκασμα, der of ἀναγκάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες