Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάβαθρο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανάβαθρο το [anávaθro] Ο42 : 1.εξωτερική χτιστή σκάλα με λίγα ευθύγραμμα ή καμπύλα σκαλοπάτια που καταλήγουν σε πλατύσκαλο. 2. κλιμακωτό βάθρο, πλατύ και χαμηλό.

[λόγ. < ελνστ. ἀνάβαθρον `υπερυψωμένη εξέδρα΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανάβαθρο [anávaθro] το, (L)
  • ① place fr which or by which to mount or go up
  • ⓐ staircase:
    • οικοδομήματα ..., ένα σωρό μικροκίονες, σκάλες, ανάβαθρα, όλα σχεδόν ασύμμετρα και χωρίς κανένα ρυθμό (Athanasiadis-N)
  • ⓑ horse-block
  • ⓒ running board (syn L αναβατήρας 2)
  • ② platform, podium (usu for public speaker):
    • ήταν ανεβασμένος στο ~ |
    • απάνω στο ψηλό του ~ τρέχει με την ιερή βιασύνη του επαναστάτη και του κήρυκα (Athanasiadis-N)

[fr K ἀνάβαθρον, der of αναβαίνω; cf βάθρον: βαίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες