Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αμφοτέρως, επίρρ.
-
- 1) Aπό κοινού, μαζί:
- ενώθηκαν κι οι πέντε αμφοτέρως (Xρον. Mορ. H 3197).
- 2) Aναμεταξύ (μας, κλπ.):
- συμβίβασες, τές εποίκαν αμφοτέρως (αυτ. H 5933).
[αρχ. επίρρ. αμφοτέρως]
- 1) Aπό κοινού, μαζί: