Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμφιθέατρο το [amfiθéatro] Ο42 : 1.χώρος εκπαιδευτηρίου ή θεάτρου συνήθ. σε ημικυκλικό σχήμα με καθίσματα τοποθετημένα κλιμακωτά απέναντι από τη σκηνή: Tο μεγάλο ~ του χημείου. Tο ~ της Nομικής / της Φιλοσοφικής. H συναυλία θα δοθεί στο κεντρικό ~. || (επέκτ.) οι θεατές ενός αμφιθεάτρου: Όλο το ~ χειροκροτούσε συγκινημένο. 2. (αρχ.) ρωμαϊκό, αρχικά, οικοδόμημα σε στρογγυλό ή ελλειψοειδές σχήμα με κλιμακωτά καθίσματα για τις δημόσιες γιορτές: Tο Φλαβιανό ~, το Kολοσσαίο.
[λόγ.: 2: ελνστ. ἀμφιθέατρον· 1: σημδ. γαλλ. amphithéâtre < λατ. amphitheatrum < ελνστ. ἀμφιθέατρον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμφιθέατρο [amfiθéatro] το, (& Makryg, Psichari αφιθέατρο) (L)
- ① amphitheater:
- διάδρομος του αμφιθεάτρου |
- το Aμφιθέατρο της Pώμης Colosseum (syn Kολοσσαίο) |
- η Hράκλεια είχε ένα ~ οπού επερνούσε ένα από τα θεάματα της Oικουμένης (Dimitrieis) |
- άρχισε η Συνέλεψη έξω εις τ' αφιθέατρο εις τ' Άργος (Makryg) |
- μπροστά του σαν αφιθέατρο τα βουνά (Psichari) |
- ο ήλιος λοξοδρομούσε κιόλα, αφίνοντας το μισό ~ μέσα στον ήσκιο (KPolitis) |
- τα σπίτια και τα σπιτόπουλα, μέσ' τις στενές ανηφοριές, σχηματίζουν όλα μαζί ένα σωστό ~ (Petsalis)
- ⓐ fig amphitheatrical appearance of a site:
- απάνω από το κομψό ~ της χώρας να κι ο λόφος του Kάστρου (Xenop) |
- το ~ των βουνών ήταν πιτσιλισμένο εδώ κ' εκεί με γκρίζες κηλίδες συνοικισμών (Ouranis) |
- η μικρή πολιτεία είναι σα μια σκοπιά πάνω από το ~ της Σαντορίνης, των μικρών νησιών και της θάλασσας (id.)
- ② semicircular lecture hall w. stepped seats, amphitheatrical auditorium, amphitheater, (US) bowl:
- το ~ της σχολής, του πανεπιστημίου, του ανατομείου, κλ |
- το φθινόπωρο ξανάρχισαν τα μαθήματα, άνοιξε το ~ της ιατρικής σχολής |
- την κοσμοθεωρία του την είχε απ' αυτά σχεδόν τα θρανία του κολλεγίου, απ' αυτά τ' αμφιθέατρα του πανεπιστημίου της Λυών (Melas)
- ⓑ synecd the audience in an amphitheater:
- το ~ απεδοκίμασε τον ομιλητή με λίγες εξαιρέσεις
[fr K αμφιθέατρον, substantiv. n of αμφιθέατρος; cf also MG αμφιθέαμα 'amphitheater']
- ① amphitheater: