Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμφιβάλλω
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμφιβάλλω [amfiválo] -ομαι στη σημ. β Ρ πρτ. αμφέβαλλα, αόρ. αμφέβαλα, απαρέμφ. αμφιβάλει (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : α.δεν είμαι βέβαιος, σίγουρος για κτ., έχω αμφιβολίες για κτ.: ~ για την τιμιότητά του. Ως προς τα προσόντα του δεν αμφέβαλα ποτέ. Οι σκεπτικιστές αμφιβάλλουν για όλα. ~ αν θα σε δεχτεί. ~ αν θα πληρώσει. ~ αν το πήρε είδηση κανείς άλλος. Δεν ~ ότι θα έρθει. Θα του ζητήσεις αύξηση; - Γιατί, αμφιβάλλεις;, ως έκφραση απόλυτης βεβαιότητας. β. (παθ.) υπάρχει αμφιβολία, αμφισβήτηση για κτ.: Aμφιβάλλεται η ορθογραφία μερικών διπλοσχημάτιστων ρημάτων.

[λόγ. < ελνστ. ἀμφιβάλλω, αρχ. σημ.: `ρίχνω γύρω΄]

[Λεξικό Κριαρά]
αμφιβάλλω· αμφιβάνω.
  • 1) Aμφιβάλλω, αμφισβητώ:
    • (Eλλην. νόμ. 55411).
  • 2) Περιβάλλω, καλύπτω·
    • (μεταφ.):
      • εις ’νίγματα και δείγματα και γαρ παραμυθίαν αμφίβαλλεν την υπανδρειάν (Aπολλών. 41).

[αρχ. αμφιβάλλω. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμφιβάλλω [amfiválo] ipf αμφέβαλλα & rarely αμφίβαλλα, prp αμφιβάλλοντας,
  • doubt, have doubts about, call into question (syn αμφιρρέπω, αμφιταλαντεύομαι, έχω ενδοιασμούς or αμφιβολία, διστάζω να πιστέψω κάτι, ant είμαι βέβαιος για κάτι):
    • θα γίνη η εκδρομή; - ~ |
    • ~ για το καθετί, το παραμικρό, για όλα |
    • μην αμφιβάλλης για την αγάπη μου |
    • αμφιβάλλεις ακόμη; do you still have doubts? |
    • ~ αν I doubt whether, e.g. ~ αν είναι αληθές or αν θα 'ρθη |
    • δεν ~ have no doubts, e.g. δεν ~ ότι θα μου κάμης τη χάρη |
    • επειδή άλλαξες πολύ, αμφέβαλλα αν είσαι συ |
    • δεν έχουμε λόγους ν' αμφιβάλλουμε για την ακρίβεια της πληροφορίας |
    • gnom αυτός που δεν αμφέβαλλε ποτέ του δεν πίστεψε ποτέ (Vrettakos) |
    • δεν μπορώ ν' ~ για το ότι ~ (Theodorakop) |
    • αφού σκεφτόμουνα κι αμφίβαλλα αν αληθινά υπάρχουν τα άλλα πράματα, απ' αυτό έβγαινε πολύ φανερά και πολύ βέβαια το συμπέρασμα πως υπάρχω (Theodoridis) |
    • ο Aισχύλος πίστευε, ο Σοφοκλής πίστευε ακόμα, ο Eυριπίδης αμφέβαλλε (Athanasiadis-N) |
    • poem όμως εγώ ~ ακόμα και για την αμφιβολία μου (Pastellas)

[fr MG αμφιβάλλω ← ByzG, PatrG ← K, AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμφιβάλλων1 [amfiválon] ο,
  • doubter (near-syn ο άπιστος) .
[Λεξικό Γεωργακά]
αμφιβάλλων2, -ουσα, -ον [amfiválon] (L)
  • ① doubting:
    • αμαρτωλός μπορεί να μπης στο ναό, ~ όχι (Athanasiadis-N) |
    • αμφιβολία και ύπαρξη, αν δεν ταυτίζονται, συνιστούν μιαν αξεχώριστη πρωταρχή, που έχει να κάνη με το πάθος και την αγωνία, με την οποία η αμφιβάλλουσα ύπαρξη "επικοινωνεί" στη συνάντησή της με τον κόσμο (SPanou).

[prp of αμφιβάλλων1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες