Παράλληλη αναζήτηση
141 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμφι- [amfi] & αμφί- [amfí], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα : πρόθημα με λόγια προέλευση συνήθ. σε επίθετα και τα παράγωγά τους. 1. (κυρ. επιστ.) προσδίδει την έννοια: α. γύρω, και από τις δύο μεριές: αμφίβραχυς· αμφιπρόστυλος· αμφίκοιλος, αμφίκυρτος. β. διπλή δυνατότητα: αμφίδρομος· αμφίβιο. || αμφιθαλής, για αδέλφια που γεννήθηκαν από τους ίδιους γονείς, που έχουν κοινούς και τους δύο γονείς. ANT ετερο-. 2. (κυρίως σε ρήματα ή ρηματικά παράγωγα) για καταστάσεις ή ενέργειες αμφίβολες, που δεν είναι ξεκαθαρισμένο προς τα πού κλίνουν: αμφίρροπος· αμφιταλαντευόμενος· αμφιταλαντεύομαι.
[λόγ. < αρχ. ἀμφι- < πρόθ. ἀμφί ως α' συνθ.: αρχ. ἀμφί-βιος, ελνστ. ἀμφί-ρροπος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμφι- [amfi] pref (L)
- in learned elements:
- αμφίβιος, αμφίγλυφος, αμφίκοιλος, αμφιρρέπω, αμφίρροπος, αμφίστομος, αμφιταλαντεύομαι etc
[fr L cpds w. pref αμφι-]
- in learned elements:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άμφια s. άμφιο.
[Λεξικό Κριαρά]
- αμφιάζω· αμφιέζω· αφιέζω.
-
- Eπενδύω με κ., «ντύνω»:
- Πυλώνας τε με καθαρόν ημφίασε χρυσίον (Διγ. Z 3861).
[μτγν. αμφιάζω. O τ. αμφιέζω <αόρ. ημφίεσα του αρχ. αμφιέννυμι (βλ. και L‑S)]
- Eπενδύω με κ., «ντύνω»:
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αμφιαράειο [amfiaráio] το, anc relig
- temple of Amphiaraos
[fr AG Aμφιαράειον, der of Aμφιάραος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αμφιάραος [amfiáraos] ο, anc relig
- Amphiaraos, mythical hero worshipped in Oropos.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμφιβαλλόμενος, -η, -ο [amfivalómenos]
- being in doubt, questioned:
- η πολιτιστική μας πραγματικότητα είναι δίπλευρη και δίσημη, το νόημά της είναι αμφιβαλλόμενο (Georgoulis) |
- πρόκειται για μια καταλυτική δίψα, που με την κεκτημένη ταχύτητα που έχει αναπτύξει δεν αναθεωρεί μερικές αμφιβαλλόμενες αξίες, αλλά προχωρεί προς όλες τις αξίες (Panagiotop)
[prpp of αμφιβάλλω]
- being in doubt, questioned:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμφιβάλλω [amfiválo] -ομαι στη σημ. β Ρ πρτ. αμφέβαλλα, αόρ. αμφέβαλα, απαρέμφ. αμφιβάλει (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : α.δεν είμαι βέβαιος, σίγουρος για κτ., έχω αμφιβολίες για κτ.: ~ για την τιμιότητά του. Ως προς τα προσόντα του δεν αμφέβαλα ποτέ. Οι σκεπτικιστές αμφιβάλλουν για όλα. ~ αν θα σε δεχτεί. ~ αν θα πληρώσει. ~ αν το πήρε είδηση κανείς άλλος. Δεν ~ ότι θα έρθει. Θα του ζητήσεις αύξηση; - Γιατί, αμφιβάλλεις;, ως έκφραση απόλυτης βεβαιότητας. β. (παθ.) υπάρχει αμφιβολία, αμφισβήτηση για κτ.: Aμφιβάλλεται η ορθογραφία μερικών διπλοσχημάτιστων ρημάτων.
[λόγ. < ελνστ. ἀμφιβάλλω, αρχ. σημ.: `ρίχνω γύρω΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- αμφιβάλλω· αμφιβάνω.
-
- 1) Aμφιβάλλω, αμφισβητώ:
- (Eλλην. νόμ. 55411).
- 2) Περιβάλλω, καλύπτω·
- (μεταφ.):
- εις ’νίγματα και δείγματα και γαρ παραμυθίαν αμφίβαλλεν την υπανδρειάν (Aπολλών. 41).
- (μεταφ.):
[αρχ. αμφιβάλλω. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1) Aμφιβάλλω, αμφισβητώ:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμφιβάλλω [amfiválo] ipf αμφέβαλλα & rarely αμφίβαλλα, prp αμφιβάλλοντας,
- doubt, have doubts about, call into question (syn αμφιρρέπω, αμφιταλαντεύομαι, έχω ενδοιασμούς or αμφιβολία, διστάζω να πιστέψω κάτι, ant είμαι βέβαιος για κάτι):
- θα γίνη η εκδρομή; - ~ |
- ~ για το καθετί, το παραμικρό, για όλα |
- μην αμφιβάλλης για την αγάπη μου |
- αμφιβάλλεις ακόμη; do you still have doubts? |
- ~ αν I doubt whether, e.g. ~ αν είναι αληθές or αν θα 'ρθη |
- δεν ~ have no doubts, e.g. δεν ~ ότι θα μου κάμης τη χάρη |
- επειδή άλλαξες πολύ, αμφέβαλλα αν είσαι συ |
- δεν έχουμε λόγους ν' αμφιβάλλουμε για την ακρίβεια της πληροφορίας |
- gnom αυτός που δεν αμφέβαλλε ποτέ του δεν πίστεψε ποτέ (Vrettakos) |
- δεν μπορώ ν' ~ για το ότι ~ (Theodorakop) |
- αφού σκεφτόμουνα κι αμφίβαλλα αν αληθινά υπάρχουν τα άλλα πράματα, απ' αυτό έβγαινε πολύ φανερά και πολύ βέβαια το συμπέρασμα πως υπάρχω (Theodoridis) |
- ο Aισχύλος πίστευε, ο Σοφοκλής πίστευε ακόμα, ο Eυριπίδης αμφέβαλλε (Athanasiadis-N) |
- poem όμως εγώ ~ ακόμα και για την αμφιβολία μου (Pastellas)
[fr MG αμφιβάλλω ← ByzG, PatrG ← K, AG]
- doubt, have doubts about, call into question (syn αμφιρρέπω, αμφιταλαντεύομαι, έχω ενδοιασμούς or αμφιβολία, διστάζω να πιστέψω κάτι, ant είμαι βέβαιος για κάτι):