Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμνήμων
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμνήμων -ων -ον [amnímon] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) που ξεχνά εύκολα, που δε διατηρεί στη μνήμη του, ό,τι όφειλε να θυμάται. || (ως ουσ.).

[λόγ. < αρχ. ἀμνήμων]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμνήμων, -ων [amnímon] (L)
  • forgetful, unmindful:
    • αμνήμονες εκείνου που τους γνώρισε την ποίηση, τους πρωτοδίδαξε να τη διαβάζουν (RApostolidis) |
    • είμαστε αμνήμονες του τι φυσιολογικά είμαστε (Papatsonis) |
    • poem περασμένοι από έναν άλλο θάνατο | με τη ζωή τους εμπιστευμένη | σ' αμνήμονες θυρωρούς (ThNiarchos)

[fr K ἀμνήμων ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες