Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμείβω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμείβω [amívo] -ομαι Ρ4 (χωρίς μππ.) : δίνω σε κπ. αμοιβή, υλική ή ηθική: H πατρίδα αμείβει τους γενναίους στρατιώτες / πολεμιστές. || (για χρηματική αμοιβή) πληρώνω: Δουλεύει σκληρά αλλά δεν αμείβεται καλά.

[λόγ. < αρχ. ἀμείβω `ανταλλάσσω, ξεπληρώνω΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμείβω [amívo] aor άμειψα, subj αμείψω, pass αμείβομαι, aor αμείφθηκα, subj αμειφθώ
  • ① pay, recompense, remunerate (for work, services etc) (syn πληρώνω):
    • αμείβει τους υπαλλήλους του ικανοποιητικά |
    • αμείβεται καλά is getting a good salary, is well paid |
    • εργάζεται σ' εφημερίδες, όμως δεν αμείβεται αρκετά |
    • ας αμείψομε όπως πρέπει δασκάλους όλων των βαθμίδων (Papanoutsos) |
    • είχε την αρχή πως η πνευματική εργασία πρέπει ν' αμείβεται (Xenop)
  • ② repay, requite, reward, grant a (moral or honorary) award for virtue, superior work, distinction of achievement etc (syn ανταμείβω, βραβεύω):
    • η αρετή αμείβεται κατά κάποιον τρόπο |
    • οι προσπάθειες και οι υπηρεσίες των καλών αμείβονται |
    • η πατρίδα πρέπει ν' αμείβει τους γενναίους |
    • ο Θεός να σας αμείψει (για την ευεργασία σας)! may God reward you (for your good deed)! |
    • οι Eγγλέζοι δε θεωρούν ντροπή ν' αμείβουν τις πιο υπερήφανες αρετές, τις πιο αφιλόκερδες υπηρεσίες, με χρυσάφι (Kazantz) |
    • το κοινωνικό περιβάλλον ευνοεί τις ατιμίες του Tάσου, που τον αμείβει με πλούτη και τιμές, ενώ δεν εκτιμά την εργατικότητα και την ευσυνειδησία του Θάνου (Sachinis) |
    • αν οι πράξεις της ζωής μας ήσαν καλές, Eκείνος θα αμείψει την ψυχή μας· ειδαλλιώς θα την τιμωρήσει (Karagatsis)

[fr MG αμείβω ← ByzG, PatrG, K ἀμείβω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες