Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμέτοχος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμέτοχος -η -ο [amétoxos] Ε5 : (ιδ. για πρόσ.) που δε συμμετέχει, δεν παίρνει μέρος σε ορισμένη ομαδική δραστηριότητα: Είναι κάποιος ~ σε μια συζήτηση / υπόθεση. Είμαι ~ σε κτ. κακό, είμαι ανεύθυνος γι΄ αυτό. H γερμανική επιστήμη δε στάθηκε αμέτοχη στις φρικαλεότητες του ναζισμού.

[λόγ. < ελνστ. ἀμέτοχος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμέτοχος, -η, -ο [amétoxa] (L)
  • non-participant, unparticipating, free from (ant μέτοχος, συμμέτοχος):
    • δεν είναι ~στη δράση |
    • οι ξένοι είναι αμέτοχοι στη λύπη μας |
    • έμεινα ~ στη συζήτηση |
    • παραμένει ~ θεατής |
    • η διήγηση κ' η απαγγελία δεν αφήνουν το ακροατήριο αμέτοχο και δημιουργείται κάποια συνεργασία του ομιλητή και του κοινού (Evelpidis) |
    • δεν παρακολουθούν αμέτοχοι τα γεγονότα |
    • η επαρχία δεν εστάθη αμέτοχη στον αγώνα του έθνους |
    • η κοπέλα ήταν αμέτοχη στην έξαψη |
    • δεν φαίνεται να ήταν ~ ευθύνης (Dimaras) |
    • ο Tύπος έχυσε το λάδι του στη φωτιά· η πολιτική δεν έμεινε αμέτοχη (id.) |
    • ολότελα ~ από την κλασική παιδεία |
    • δεν είσαι αμέτοχη σ' αυτή την προδοσία (Roussos) |
    • εμφανίσθηκε ~ της μηχανορραφίας (id.) |
    • ο βασιλιάς δεν είναι ~ σ' αυτό το παιχνίδι (Ploritis) |
    • το τουφέκι δούλευε και το σπαθί στη χώρα· και τ' άψυχα δεν έμεναν αμέτοχα (Vlachogiannis) |
    • μια ψύχραιμη μεθοδική ανάλυση των πραγμάτων θα πρέπει να την κάμει ένας ~ μελλοντικός μελετητής (Theotokas) |
    • δε στάθηκα αργός κι ~ εμπρός στη βαναυσότητα (id.) |
    • η ζωή δεν είναι μόνον αμέτοχη θέα των όντων, αλλά είναι και πράξη (Theodorakop) |
    • άλλοι λαοί έμειναν αμέτοχοι στο ξύπνημα της ατομικής συνείδησης (Karouzos) |
    • η καταδίκη των σαν μαρτύρων μιας παρακμής αμέτοχων της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας (AXydis) |
    • οι νεκροί ήσαν άλλοτε μέτοχοι στον πόνο, τώρα αμέτοχοι στην αγάπη μας (Spandonidis) |
    • τα παιδιά ήταν ολότελα αμέτοχα σ' ό,τι τα 'βαζαν να λένε και να κάνουν (KMitropoulou) |
    • poem παράτυχε τότε να βλέπει | σαν αμέτοχος κι ο Θεός (Papatsonis) |
    • αμφίθυμο χαμόγελο μιας αμετάδοτης κι αμέτοχης σοφίας (Ritsos)

[fr K, PatrG ἀμέτοχος, cpd w. AG, K μέτοχος 'sharing in']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες