Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμέλει
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμέλεια η [amélia] Ο27 : α.έλλειψη επιμέλειας, δηλαδή φροντίδας, ενδιαφέροντος και προσπάθειας εκ μέρους κάποιου να κάνει αυτό που οφείλει: Tιμωρήθηκε για βαριά ~. β. (νομ.): Έγκλημα / φόνος εξ αμελείας, για μη προσχεδιασμένες πράξεις, από απροσεξία. ANT εκ προθέσεως.

[λόγ.: α: αρχ. ἀμέλεια· β: σημδ. αγγλ.(;) negligence]

[Λεξικό Κριαρά]
αμέλεια η· αμελία· αμελιά· αναμελία· αναμελιά.
  • 1) Aμέλεια, ολιγωρία, αδιαφορία, νωθρότητα:
    • (Παρασπ., Bάρν. C 148).
  • 2) Δισταγμός, ενδοιασμός, φόβος:
    • (Λίβ. N 2694).

[αρχ. ουσ. αμέλεια. Oι τ. <επίθ. άμελος - ανάμελος· πβ. αναμέλεια σε έγγρ. (LBG). Ο τ. αμελία στο Du Cange (εί‑), όπου και αναμελιά (λ. αναμελείν). Ο τ. αναμελία στο Bλάχ. Oι τ. και σήμ. ιδιωμ.· τ. ανεμελιά κοιν. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμέλεια [amélia] η, gen αμελείας (L)
  • failure to act, negligence, neglect, carelessness, remissness (syn αμελιά, αναμελιά, L ολιγωρία,:
    • ~ στην εκπλήρωση των καθηκόντων του |
    • κάνω κάτι εξ αμελείας do sth through carelessness |
    • αδίκημα (φόνος, ανθρωποκτονία) εξ αμελείας unpremeditated crime (homicide) |
    • εξ αμελείας εγκληματικότης criminality owing to negligence |
    • η αμέλειά του δεν έχει όρια his carelessness has no limits |
    • έμεινε απροβίβαστος από τη μεγάλη του ~ |
    • πράξη από ~ (or L εξ αμελείας) inadvertent action |
    • ~ γιατρού malpractice |
    • χάθηκαν τόσοι άνθρωποι από την αμέλειάν τους (Makryg) |
    • αθέτηση υποχρέωσης που οφείλεται σε δόλο ή ~ (Christidis AK) |
    • ο κληρονόμος ευθύνεται για κάθε ~

[fr MG αμέλεια ← K ἀμέλεια ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες