Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμάχη
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμάχη η [amáxi] Ο30α : (λαϊκότρ., λογοτ.) 1α. έχθρα, μίσος: Tου έχει / βαστάει / κρατάει ~. β. καβγάς, φιλονικία: Γυρεύει ~. Γίνεται ~. Όσο κρατάει η ~. 2. (σπάν.) μάχη ή πόλεμος.

[μσν. αμάχη < αρχ. μάχη με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το άρθρο και ανασυλλ. [mia-ma > miama > mi-ama] ]

[Λεξικό Κριαρά]
αμάχη η,
βλ. μάχη.
[Λεξικό Γεωργακά]
αμάχη [amá i] η, D & lit
  • aversion, conflict, clash, feud, animosity, enmity (syn απέχθεια L, έχθρα, μαλώματα, τσακώματα, διχόνοια, διαμάχη L, ant αγάπη, αρμονικές σχέσεις):
    • η ~ των δύο οικογενειών |
    • ~ της ζωής |
    • Θεού ~ |
    • σκληρή ~ |
    • κακές αμάχες |
    • η ~ ανάμεσά τους |
    • αρχινάω την ~ |
    • πιάνω ~ με κ. or κτ |
    • πιάσανε την ~ ανάμεσά τους |
    • θα μου στήσουν την ~ |
    • μου κρατεί (κρατάει) ~ |
    • μας έχουν ~ |
    • δεν έχω καμιά ~ με τον τάδε |
    • μη συμπαίνεις την ~ |
    • ζούνε σε ~ δεινή |
    • κοίτα που μας έφερε η ~! |
    • το λέω (τ' ομολογώ) χωρίς ~ |
    • prov όπου πολλή αγάπη, εκεί και πολλή ~ or η πολλή αγάπη φέρνει και πολλή ~ or πολλή αγάπη, πολλή ~ |
    • κ' η ~ δίκιο πρέπει να 'χει |
    • καθένας έχει με τον πόνο του κρυφή μιλιά κι ~ (Vlachogiannis) |
    • τον έφερνε σε τέτοιαν ~ να τα χαλάσει με το Xούμο (Psichari) |
    • ο σκύλος έστηνε ~ με τ' άλλα σκυλιά τ' αλαργινά (Myriv) |
    • είναι κατακόρυφοι και στις αγάπες τους και στις αμάχες τους (Panagiotop) |
    • ο Δίας δε βάσταξε πολύ την ~ (id.) |
    • κι ας βρίσκεται πάντα σε δεινήν ~ μαζί μας η πιο ωμή πραγματικότητα! (id.) |
    • ξέρει την ~ που κρατά χρόνια αναμεταξύ της φαμελιάς μου και του σπιτιού του Παναγή (Bastias) |
    • η παράδοση, η πρωτοπορεία και η ~ ανάμεσά τους (Karantonis) |
    • folks. ως και τα παραθύρια σου ~ μου κρατούνε (Theros) |
    • poem και κλαίει αμάχες και σκλαβιές και συφορές και ολέθρους (Palam) |
    • μα φωτοδότρα του άστρου σου, απάνου από καημούς και αμάχες | να η Πόλη που σου φάνταξε (id.) |
    • όσα ξεσπάζαν πριν παράταιρα κι αλάργα πολεμούσαν, | στα φωτοστήθια σου τ' αδέρφωσες κι όλες οι αμάχες σμίξαν (Kazantz Od 14.1112) |
    • συνερισιά δε σου κρατώ, δε σου βαστάω ~ (Gryparis) |
    • λες πανηγύρι γίνεται, λες γάμος, λες ~! (Athanas) |
    • ... ο κόσμος σου | που κλεις σαν τρωικιά είν' ~ (Skipis) |
    • τούτο δεν είναι πόλεμος, τούτο δεν είναι ~ (Ritsos)

[fr μάχη w. prosthetic α- prob w. interference of syn αγώνας (cf απάλε fr πάλη) & more prob of near-ant αγάπη, which is used in prov (s. above); s. also entries μάχη & μάχητα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμαχητί [amaxití] επίρρ. : (λόγ.) 1. χωρίς μάχη ή πόλεμο: H πόλη / το φρούριο / η χώρα παραδόθηκε ~. 2. (μτφ.) χωρίς αντίσταση: Δεν της αρέσει να παραδίνεται ~.

[λόγ. < αρχ. ἀμαχητί]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμαχητί [ama ití] adv (L)
  • without fighting, without striking a blow, without a struggle:
    • υπεχώρησε ~ |
    • η φρουρά του Πηλούσιου παρεδόθη σχεδόν ~ στον Oκτάβιο (Roussos) |
    • πάρθηκε ~ το διάσελο (Terzakis) |
    • οι γυναίκες οργάνωσαν συλλαλητήριο για να παραδοθεί η πόλις ~ (id.) |
    • να μην τον εκτοπίσουν ~ τα σαχλόπαιδα (id.) |
    • τρεχάτε να θαυμάστε πώς μας βατεύουν παραδομένους ~ (Lamprou) |
    • το δράμα, αν υπάρχει, υπάρχει στο ότι ηττάται ~ (Athanasiadis-N)

[fr AG ἀμαχητί]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμάχητος -η -ο [amáxitos] Ε5 : (νομ.) που δεν μπορεί να προσβληθεί με νόμιμα μέσα. ANT μαχητός: Aμάχητο τεκμήριο. αμάχητα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀμάχητος `που δεν μπορείς να τον πολεμήσεις΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμάχητος, -η, -ο [amá itos] (L)
  • irrefutable, incontestable (syn ακαταμάχητος 2b, άμαχος2 3):
    • αμάχητο τεκμήριο incontestable presumption |
    • αμάχητα επιχειρήματα irrefutable arguments |
    • κανείς δεν μπορεί ν' αποδείξει με αμάχητα επιχειρήματα ότι συ βρίσκεσαι στο σωστό δρόμο και εγώ στο στραβό (Papanoutsos) |
    • το πνεύμα έχει αμάχητα τεκμήρια ότι οι αισθήσεις το παραπλανούν (id.) |
    • η συσσώρευση γνώσεων ... δεν αποτελεί και το αλάθητο, το αμάχητο τεκμήριο αναγωγής σε πραγματική πνευματική περιωπή (Panagiotop) |
    • οι λαοί που επήραν την Kύπρο στην εξουσία τους για πολύ ή για λίγο τεκμηριώνουν με αμάχητο τρόπο τη διαπίστωση (id.) |
    • άλλο είδος κύριος εκείνος με την αμάχητη ακτινοβολία της κοινωνικής και πνευματικής του υπεροχής (Theotokas)

[fr AG ἀμάχητος, cpd w. μαχητός (Homer)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες