Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμάθεια
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμάθεια η [amáθia] Ο27 : έλλειψη γνώσεων: Tον δέρνει η ~. H ημιμάθεια είναι χειρότερη από την ~. || (επέκτ.) αμορφωσιά: H ~ κυριαρχούσε τα χρόνια του Mεσαίωνα.

[λόγ. < αρχ. ἀμαθ(ία) μεταπλ. -εια με βάση το επίθ. αμαθής αναλ. προς άλλα ζευγάρια επίθ. - αφηρ. ουσ.: ευπειθής - ευπείθεια]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμάθεια [amáθia] η, (L)
  • ignorance, want of learning, illiteracy (syn in αγραμματοσύνη 2):
    • φοβερή ~ |
    • παχυλή ~ |
    • στο μεσαίωνα και στην τουρκοκρατία η ~ ήταν μεγάλη |
    • τον δέρνει η ~ |
    • θρηνώ για την αμάθειά μου |
    • πολιτική αμαθείας benighted policy |
    • το σκότος της αμάθειας (or αμαθείας) |
    • άγνοια και ~ |
    • ~ και πρόληψη τους βαραίνει |
    • επιδεικνύουν την αμάθειά τους |
    • πηγές της αμάθειας |
    • ιδού οι ρίζες της φτώχειας |
    • η ~, η εκπαιδευτική εγκατάλειψη |
    • να λευτερωθείς από την ~ |
    • όλα τα καλά της φύσεως και της τύχης χάνονται μέσα εις το χάος της αμαθείας τους και των παθών τους οπού απ' αυτήν προέρχονται (Demetrieis) |
    • ας με συχωρέσουνε οι αναγνώστες οπού θα τους βαρύνει η αμάθειά μου (Makrygiannis) |
    • τα μεγαλύτερα κακά γίνονται από την ~ (Palam) |
    • η ημιμάθεια είναι χιλιάδες φορές χειρότερη από την ~ (Panagiotop) |
    • το γένος μας έπεσε στην ~ (Petsalis-D) |
    • αγρίεψε το γένος μας από την ~ (id.) |
    • το γένος το 'χει στραβώσει η δεινή του ~ (id.) |
    • η άγνοια και η πλάνη, η ~ είναι του ηθικού εκτροχιασμού η αιτία (Papanoutsos) |
    • ήταν αμαθέστατος και πολύ περήφανος για την αμάθειά του, που τη νόμιζε σοφία, επειδή είχε κάνει ανώτερες σπουδές (Theotokas) |
    • poem και μου 'πε |
    • βγάλε απ' τις σπηλιές | τ' αδικημένα πλάσματά μου· | κι απ' της αμάθειας λύτρωσέ τα | τα σίδερα και τη σκλαβιά (Skipis)

[fr MG, ByzG ← K, AG ἀμάθεια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες