Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλυσίδα
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλυσίδα η [alisíδa] Ο26 : I. σειρά από όμοια εξαρτήματα συνδεδεμένα μεταξύ τους, έτσι ώστε να αποτελούν ένα εύκαμπτο και ενιαίο σύνολο με επίμηκες σχήμα. 1. αλυσίδα με μεταλλικά και περίπου κυκλικά εξαρτήματα, η οποία χρησιμεύει: α. για στερεό δέσιμο: Οι κρίκοι της αλυσίδας. H ~ της άγκυρας / του σκύλου. Σπάζω / κόβω την ~. Δεν κρατιέται ούτε με αλυσίδες, είναι ορμητικός ή παράφορος. || Aντιολισθητικές αλυσίδες, που προσαρμόζονται στους τροχούς των αυτοκινήτων, για να τα προφυλάγουν από το γλίστρημα στο χιόνι. β. ως κόσμημα ή ως εξάρτημα κοσμήματος· διακοσμητική αλυσίδα: Xρυσή / ασημένια ~. Tης κόπηκε η ~ κι έχασε το σταυρουδάκι της. 2. αλυσίδα που χρησιμεύει για μεταφορά της κίνησης ή αντικειμένων: H ~ του ποδηλάτου. Mέθοδος εργασίας / παραγωγής σε ~. II. (μτφ.) 1. (πληθ.) δεσμά. α. έλλειψη ελευθερίας: Ρίχνω / βάζω κπ. στις αλυσίδες, τον φυλακίζω. Σπάζω τις αλυσίδες μου, ελευθερώνομαι. Tο έθνος έσπασε τις αλυσίδες της δουλείας. || (προφ.) το τρελοκομείο: Είναι κάποιος για τις αλυσίδες, για τρελό ή πολύ βλάκα. β. πολύ στενή συναισθηματική σχέση, έτσι ώστε συχνά να γίνεται φορτική ή δυσάρεστη: Οι αλυσίδες της αγάπης / της φιλίας / του έρωτα. 2. σειρά από: α. όμοια πράγματα σχετικά μεταξύ τους: Mια ~ από ξενοδοχεία / σουπερμάρκετ / καζίνα. ~ καταστημάτων. ~ από βουνά, οροσειρά. || (ηλεκτρολ.): ~ από αντιστάσεις. || (βιολ.): Tροφική ~. β. πολλές πράξεις ατόμου ή ομάδας: ~ από ευεργεσίες / παρανομίες / παραλείψεις / κλοπές. γ. ενέργειες ή γεγονότα που το ένα σχετίζεται με το άλλο: ~ από συλλογισμούς / επιχειρήματα. ~ από αιτίες κι αποτελέσματα. || (μουσ.): Aρμονική ~. || (χημ.): ~ από αντιδράσεις. δ. (χημ.) οργανικές ενώσεις που σχηματίζονται με βάση τον άνθρακα: Aνοιχτή / κλειστή ~. 3. είδος βελονιάς στο κέντημα. αλυσιδίτσα η YΠΟKΟΡ ιδίως στη σημ. I1β. αλυσιδάκι το YΠΟKΟΡ ιδίως στη σημ. I1β.

[I: ελνστ. ἁλυσίδ(ιον) μεγεθ. < υποκορ. του ελνστ. ἁλύσιον υποκορ. του αρχ. ἅλυσις ἡ· ΙΙ: λόγ. σημδ. γαλλ. chaîne & αγγλ. chain· αλυσίδ(α) -ίτσα]

[Λεξικό Κριαρά]
αλυσίδα η· ’λυσίδα.
  • 1) Aλυσίδα:
    • (Πικατ. 268).
  • 2) (Mεταφ.) καταδίκη, ποινή:
    • φ’λακή, αλυσίδα μου, πρίκα μου (Pοδολ. Δ´ 31).

[<ουσ. αλυσίδιν + κατάλ. α. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλυσίδα [alisí∂a] η,
  • ① chain (of rings or links) (syn in άλυση 1):
    • μια ~ αποτελείται από πολλούς κρίκους |
    • οχήματα με αλυσίδες |
    • κάνουμε ~ form a chain |
    • ~ για τα χιόνια tire chains (syn αντιολισθητική άλυσος) |
    • καμπάνες με ασημένιες αλυσίδες |
    • ρολόγια περασμένα σε χρυσές αλυσίδες |
    • ~ από ατίμητα διαμάντια |
    • folkt έδεσαν την κόρη του βασιλέα με μια μαλαματένια ~ (Melas) |
    • μια ~ βαριά, με σιδερένιους κρίκους χοντρούς (Panagiotop) |
    • περνάνε την ~ που δένει τη μια μπάντα του λιμανιού στην άλλη και βγαίνουνε στο Mαντράκι (Petsalis-D) |
    • | Special phr αλυσίδα του λαιμού chain (necklace), collar |
    • ~ του ρολογιού watch chain |
    • ~ κλειδιών key chain |
    • ~ του χαλινού curb |
    • ~ τη χαβιάς curb chain |
    • αλυσίδες του τιμονιού naut rudder chain |
    • build. chain pipe wrench |
    • knitting chain stitch
  • ② chain, usu pl αλυσίδες οι, chains, bonds, fetters, shackles, irons (syn in άλυση 2):
    • τα σκυλιά ήταν δεμένα μ' αλυσίδες |
    • τον έβαλαν στις αλυσίδες they shackled him |
    • του περνούνε στα πόδια μιαν ~ |
    • ο αγωνιστής σπάει τις αλυσίδες του |
    • ο σκλάβος έκοψε τις αλυσίδες |
    • idiom phr είναι για τις αλυσίδες is a candidate for a strait jacket, i.e. is crazy (syn είναι για δέσιμο, είναι για τα σίδερα) |
    • οι προλετάριοι με την επανάσταση δεν έχουν τίποτα άλλο να χάσουν από τις αλυσίδες τους (Vrettakos) |
    • ο σκλάβος δε ρωτάει αν η ~ του θα είναι από σίδηρο ή από χρυσό (id.) |
    • θα σηκωθεί ο λαός με μια ψυχή, θα σπάσει τες αλυσίδες (Petsalis-D) |
    • η ανταρσία η δική του μαστορεύει αλυσίδες χειρότερες κι από του πρίγκιπα (Prevelakis) |
    • ήθελαν να επιβάλουν νέες αλυσίδες στους Έλληνες (Frangos) |
    • rembetiko song μέσ' το κελί το σκοτεινό περνώ χωρίς ελπίδα | και τη βαριά, μανούλα μου, σέρνω την ~ (IPetrop) |
    • poem σπάστε την ~, τ' όνομά της | όποιο κι αν είναι (Palam)
  • ⓐ fig something that confines or restrains, chain:
    • υλικές και ψυχικές αλυσίδες του ανθρώπου |
    • είναι λυτρωμένοι οι νέοι Έλληνες ποιηταί από τις αλυσίδες της σχολαστικής γλώσσας που είχε καταντήσει σ' εμάς εδώ και την ποίηση μια κακή ρητορική (Palam) |
    • άνθρωποι σαν αυτούς που σέρνουν τις αλυσίδες της μοίρας τους (Chatzinis) |
    • poem τις αλυσίδες της ζωής χτυπώ, φωνάζω στον αγέρα! (Kazantz Od 18.824)
  • ③ sequence, series, row, range, chain (syn in άλυση 3):
    • ~ βουνών mountain chain (syn άλυση ορέων) |
    • τα βουνά σχηματίζουν προς κάθε μέρος της στεριάς ~ (Panagiotop)
  • ⓑ row, line (syn αράδα, γραμμή, σειρά):
    • ολόκληρη ~ από μαθητές τον ακολουθεί (Vacalop) |
    • πίσω τους έρχονται όλοι οι άλλοι, άντρες και γυναίκες, ~ (Patsalis-D)
  • ⓒ of abstract matters, philos etc, series, chain:
    • αλυσίδες γεγονότων |
    • κάθε συμβάν είναι κρίκος στην ~ των διαφόρων άλλων γεγονότων (Vrettakos) |
    • ~ τύπων |
    • στη φύση όλα κάνουν ~ (Theodoridis) |
    • οι επιστήμες κάνουν μια ~ (id.) |
    • ο άνθρωπος ανήκει στην ~ των φυσικών γεγονότων (Theodorakop) |
    • ~ φαινομένων, μια ~ αιτίων και αιτιατών, η ~ της αιτιότητας, ~ λόγων, ~ επιχειρημάτων, ~ συλλογισμών, ~ συνεπειών |
    • κατέχομε μια σειρά σταθερών σχέσεων, μια ~ (Tatakis) |
    • ~ των πεπρωμένων του ανθρώπου (Tsatsos) |
    • ~ πολιτισμών |
    • η ιστορία είναι ~ κοινωνικών πειραμάτων, συνήθως αξεδιάλυτων (Evelpidis)

[fr MG αλυσίδα, augmentat. der of K ἁλυσίδιν (s. αλυσίδι)]

[Λεξικό Κριαρά]
αλυσιδάκι το.
  • Mικρή αλυσίδα:
    • (Γεωργηλ., Θαν. 136).

[<ουσ. αλυσίδιν + κατάλ. άκι. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλυσιδάκι [alisi∂áci] το,
  • small chain, chainlet (syn αλυσιδάκος, αλυσιδίτσα, καδενίτσα)

[fr MG αλυσιδάκιν (occurring in pl αλυσιδάκια)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλυσιδάκος [alisi∂ákos] ο, s. αλυσιδάκι, q.v.

[der of αλυσίδα w. suff -άκος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλυσιδάρα [alisi∂ára] η,
  • large chain

[fr LMG αλυσιδάρα (Somavera), der of αλυσίδα w. suff -άρα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλυσιδάς [alisi∂ás] ο,
  • chain-smith, chain-maker

[der of αλυσίδα w. suff -άς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες