Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλογιστί
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλογιστία [aloyistía] η, (L)
  • thoughtlessness (syn αλόγιστο, ασυλλογισιά, απερισκεψία):
    • η έννοια της αλογιστίας (Dragona-M)

[fr AG ἀλογιστία, der of ἀλόγιστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες