Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλμυρίς
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αλμύρισμα [almírizma] το, (& more freq αρμύρισμα)
  • feeding of salt to goats and sheep while they are pasturing:
    • νοστιμεύει το κρέας με το αρμύρισμα, άμα δίνουν δηλαδή μαζί με τη βοσκή και λίγο αλάτι στα γίδια και τα πρόβατα (Saratsis) |
    • με τα γίδια ήτανε, τα 'φερνε από τ' ~ (Petsalis-D)

[der of αλμυρίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλμυρισμένος, -η, -ο [almirizménos] (& more freq αρμυρισμένος)
  • covered w. salt, salty:
    • ο ψαράς, παλληκάρι λιοκαμένο κι αρμυρισμένο από τη θάλασσα (Petsalis-D) |
    • πάνε να πάρουν το ψωμί, μούσκεμα το ψωμί, πλέει μέσ' τα νερά ... μούσκεμα κ' οι ελιές, φουσκώσαν. Λίγο άσπρο τυρί είχανε, το μασουλάνε έτσι βρεμένο. Aρμυρισμένο ό,τι ψαρεύουνε μέσ' το σκοτάδι, βουτώντας το χέρι μέσα στα νερά (id.) |
    • poem και λέει με το γλυκό χαμόγελο στ' αρμυρισμένα χείλια (Kazantz Od 7.1223)
  • ⓐ salt-bleached:
    • είπε και κόλλησε το στόμα του στο αλμυρισμένο ξύλο (ib 21.128)

[ppp of αλμυρίζω, αρμυρίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες