Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλεστής [alestís] ο, pl αλεστάδες
- ① obsol grinder:
- ο πρώτος τύπος του χερόμυλου ήτανε μια πέτρα κάπως βαθουλή κ' ένα πέτρινο γουδόχερο, που το κινούσαν από πάνου τα χέρια του αλεστή και συχνότερα της αλέστρας (Vlachogiannis)
- ② person bringing grain to the mill to be ground (syn απαλέτης, απαλεστής):
- οι αλεστάδες καθισμένοι στις πεζούλες της μπασιάς | άκουγαν ξαγρυπνημένοι παλιό μύθο της ξωθιάς (Dimitrakos)
[der of αλέθω: aor άλεσα]
- ① obsol grinder: