Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλάλαγμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αλάλαγμα το.
  • Aλαλαγμός (βλ. ά., σημασ. 2β):
    • μετά ορμής και κραυγής … και μυρίων άλλων αλαλαγμάτων (Kαναν. 385).

[μτγν. ουσ. αλάλαγμα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλάλαγμα [alálaγma] το, (& αλάλασμα)
  • cry, shout (syn in αλαλαγή):
    • με τριξίματα δοντιών και με αλαλάσματα στρογγυλά και χτυπητά και φωναχτά (Palam) |
    • οι θεοί οι εθνικοί, βαλμένοι αγνάντια στις σεμνές Παναγίες και στους Xριστούς τους μαρτυρικούς, σαν αλαλάσματα χαράς και κρίνα πορφυρόχρωμα (id.) |
    • μεταβιάς κρατούσε το νικητικό, το βροντερό τ' αλάλασμά του (Vlami) |
    • poem ξανάσανε κι αλάλαξε και σα βροντή ας ξαφνιάση | της νίκης σου τ' ~ κάθε ψυχή στην πλάση (Palam) |
    • θριάμβου υψώστε αλάλασμα ως τ' αστέρια (id.)

[fr MG αλάλαγμα ← K; form -σμα new der of αλαλάζω (cf ανακραύγασμα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες