Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακτινοβόλος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ακτινοβόλος, επίθ.
  • Που σκορπίζει γύρω του λάμψη, που ακτινοβολεί:
    • κόσμον ηδύ, χρυσοτερπή, ακτινοβόλον είχε (Διγ. Z 2802).

[μτγν. επίθ. ακτινοβόλος (L‑S Suppl.). Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακτινοβόλος -ος / -α -ο [aktinovólos] Ε14 : 1.που ακτινοβολεί, που λάμπει· λαμπερός, φωτοβόλος: ~ ήλιος / αστέρας. Aκτινοβόλες μορφές των αγίων. ~ οπτασία. 2. (μτφ.) α. που ακτινοβολεί, που εκφράζει ένα συναίσθημα χαράς: Aκτινοβόλο πρόσωπο / χαμόγελο. β. που ακτινοβολεί, που ασκεί ευεργετική επίδραση, εντύπωση: Ήταν για μένα ένα πρόσωπο μυθικό κι ακτινοβόλο που το θαύμαζα. 3α. (φυσ.) ~ θερμότητα, που διαδίδεται με ακτινοβολία, η θερμική ακτινοβολία. β. (αστρον.) ακτινοβόλο σημείο, το σημείο από το οποίο ξεκινούν οι τροχιές των διαττόντων αστέρων.

[λόγ. < ελνστ. ἀκτινοβόλος (3: σημδ. γαλλ. radiant)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακτινοβόλος, -α (& L -ος), -ο [aktinovólos] (& αχτινοβόλος) (L)
  • ① emitting rays, radiating (syn αχτιδοβόλος, φωτοβόλος):
    • ακτινοβόλα σώματα |
    • ~ αστέρας radiant star |
    • ~ ήλιος shining sun |
    • το άρρητο ... είναι η ~ εστία που ζωογονεί, που θερμαίνει και φωτίζει όλο το γνωστικό έργο του ανθρώπου (Tatakis) |
    • poem εσύ που λαμπρύνεις | των ουρανών τους θόλους | με τους αχτινοβόλους | αστέρες φωτεινούς (Vilaras)
  • ⓐ astr ακτινοβόλο σημείο διαττόντων or noun ακτινοβόλο point in space whence meteors radiate, radiant point
  • ⓑ phys ~ θερμότης (L) heat radiating through space, radiant heat (syn ακτινοβολουμένη θερμότης, θερμική ακτινοβολία)
  • ② gleaming, glittering, radiant (syn λαμπερός, λαμπρός):
    • αχτινοβόλα ταφόπετρα |
    • φόντο ακτινοβόλο |
    • ακτινοβόλα δάχτυλα |
    • συλλαμβάνει εικόνες ακτινοβόλες (Theotokas) |
    • μέσα στο όνειρό σου βλέπεις το αχτινοβόλο όραμα να χάνεται (Vrettakos) |
    • ο φίλος θρεμμένος και ~ από Kant και από ιδέες φιλοσοφογερμανικές (Palam) |
    • τα χέρια της, τα μπράτσα της ... ανοίγουνταν, απλώνουνταν, ακτινοβόλα διαμαντοστάλακτα (Xenop) |
    • βλέπω την αχνιστή στους υδρατμούς αχτινοβόλο θάλασσα (Papatsonis) |
    • μια ιδιόρρυθμη και σπινθηριστή έκφραση ... μπορεί ακόμη και μια κοινοτοπία να την εμφανίση σχεδόν ακτινοβόλα (Thrylos) |
    • poem ... όλα, | μαρμαροπόρφυρους ναούς, είδωλ' αχτινοβόλα (Palam) |
    • κ' ένα βήμα ελαφρό | σαν από ακτινοβόλο πόδι αγγέλου | τριγύριζε το σπίτι μας (Ritsos) |
    • αυτός ο λαμπερός κι αχτινοβόλος (sc ο Άγγελός μας) | ήρθε να μείνη στη σκοτείνια μας (Papatsonis) |
    • το σώμα σου ... | ... όρθωσες μπροστά μου αχτινοβόλο (Emmanouil)
  • ③ fig radiant, beaming, brilliant, exuberant:
    • ακτινοβόλα προσωπικότητα, ακτινοβόλο πρόσωπο |
    • ακτινοβόλο χαμόγελο radiant smile |
    • η Θεανώ ήταν κάποτε για μένα πρόσωπο μυθικό, ολόλαμπρο, ακτινοβόλο που το θαύμαζα από τον εξώστη του θεάτρου (Theotokas) |
    • και μαζί διαχύνουν από τη σκηνή την έκπαγλη λάμψη της ακτινοβόλας προσωπικότητάς τους (Thrylos)

[fr MG ακτινοβόλος ← K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες