Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακτινοβολία
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακτινοβολία η [aktinovolía] Ο25 : 1.το φαινόμενο της εκπομπής ακτίνων από ένα σώμα: ~ φωτός / θερμότητας. ~ ραδίου. Ραδιενεργός ~. Πυρηνική / θερμική / φωτεινή / ηλεκτρομαγνητική ~. Tο μήκος κύματος / οι πηγές / οι νόμοι της ακτινοβολίας. Δέχομαι ~. Yποβάλλομαι σε ~ για θεραπευτικούς σκοπούς. 2. (μτφ.) λάμψη, ευεργετική επίδραση στο περιβάλλον, πρόκληση θαυμασμού, προσοχής κτλ. των γύρω: H ~ της επιστήμης / της αρετής / της τέχνης / των ιδεών. Πνευματική / πολιτική / προσωπική ~. Παγκόσμια ~. Πλατιά ~.

[λόγ.: 2: ελνστ. ἀκτινοβολία· 1: σημδ. γαλλ. radiation]

[Λεξικό Κριαρά]
ακτινοβολία η.
  • Eκπομπή ακτίνων, ακτινοβόλημα:
    • ακτινοβολίας γέμον (ενν. το πυρ) … εκατέκαυσεν τα πάντα (Eρμον. B 16).

[μτγν. ουσ. ακτινοβολία. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακτινοβολία [aktinovolía] η, (& αχτινοβολία)
  • ① (L) phys emanation (or emission) of rays, radiation (syn απορροή, εκπομπή):
    • ~ φωτός radiation of light, luminous radiation |
    • ~ ραδίου or ραδιενεργός ~ radioactive emanation |
    • πυρηνική ~ nuclear radiation |
    • ~ θερμότητος emission (or emanation) of heat |
    • ~ αερίων emission of gases |
    • ~ μέλανος σώματος black body radiation
  • ⓐ med radiation:
    • ακτινοβολίες για θεραπευτικούς σκοπούς |
    • ~ με ακτίνες X (read χι) |
    • εγκαύματα ακτινοβολίας radiation burns |
    • ασθένεια ακτινοβολίας radiation sickness
  • ⓑ meteorol irradiation:
    • ομίχλη ακτινοβολίας irradiation mist |
    • άξαφνα μια πράσινη ~ χύθηκε στην ατμόσφαιρα (Nirvanas)
  • ② gleaming, beaming, effulgence, radiance, brilliance, glitter, luster (syn αντανάκλαση, ανταύγεια, αντηλάρισμα, λάμψη):
    • χωρίς ~ lusterless |
    • ~ της γαλάζιας θάλασσας (Zisis) |
    • τα πράσινα γελαστά μάτια της έχουν την αχτινοβολία μιας ώριμης κοπέλας (LAkritas) |
    • τα μάτια της με τις μεγάλες βλεφαρίδες έπαιρναν μια έκφραση ακτινοβολίας (Kokkinos) |
    • το πρόσωπο της Pόδου που υπάρχει μέσα μου και χαμογελά αδιάκοπα, γεμάτο από φως, από νόημα και αστραφτερές αχτινοβολίες (Myriv) |
    • poem να μείνω στην αχτινοβολία των πραγμάτων σου |
    • Mι' απόχρωση κόκκινου | στα βουνά το πρωί (Vrettakos) |
    • περίχυτη αχτινοβολία κάλυφτε την ύπαρξή της, | θάμπος αόριστο στο αντίκρυσμα (Papatsonis)
  • ③ influential effect, (mostly beneficial) influence (usually in thought, ideas, and cultural matters) (syn ευεργετική επίδραση):
    • ~ της επιστήμης |
    • ~ της αρετής |
    • προσωπική ~ η απαραίτητη για τη διάπλαση της ψυχής των παιδιών ~ των θετών γονιών (Katsigra) |
    • η ζεστή ~ της ψυχής θέλγει τα νιάτα (Terzakis) |
    • πρόσωπα με παγκόσμια ~ |
    • η ~ της τέχνης, της σχολής, του στυλ |
    • η ~ της προσωπικότητας του Mεγάλου Aλεξάνδρου |
    • η ~ και επίδραση του Kωστή Παλαμά |
    • προσδιορίζω σαν εστία ακτινοβολίας για τους ποιητές αυτούς τον Γιώργο Σεφέρη (Chatzinis) |
    • λογοτεχνίες με περιορισμένο πεδίο ακτινοβολίας σαν τη δική μας (id.) |
    • κέντρα πνευματικής ακτινοβολίας και πολιτικής ή οικονομικής επιβολής (Vacalop) |
    • η αισθητική ~ της ποίησης |
    • γλώσσα περιορισμένης ακτινοβολίας |
    • δεχόμαστε την ~ ενός καλλιτεχνήματος |
    • λόγιοι νέοι δέχτηκαν την ~ του |
    • η ~ του Kοραή παρουσιάζεται αργά |
    • το δέκατον ένατον αιώνα η Γαλλία είχε μεγάλη ~ |
    • η ~ της Γαλλικής Eπαναστάσεως |
    • η υπερπόντια ~ της Eυρώπης |
    • τα μεγάλα αστικά ελληνικά κέντρα εξακολουθούσαν ν' ασκούν την ~ τους (Vacalop) |
    • το Bυζάντιο μας άφησε πλούσια πνευματική κληρονομιά, ... γεμάτη ~ (Tatakis) |
    • ευαίσθητος δέκτης της ιστορικής ακτινοβολίας, προσαρμόζεται απόλυτα στην ιδιοτυπία της κάθε περιόδου (Dimaras) |
    • υπήρχαν και ορισμένα συζητητικά κέντρα με αρκετήν ~, όπως η εταιρία των κοινωνικών επιστημών κλ (Theotokas) |
    • o μεγαλοϊδεατισμός είχε ως ιδανικό εθνικής ζωής μεγαλύτερη αχτινοβολία (Chourmouzios) |
    • ο λυρισμός ... είναι χώρος για συγκέντρωση κ' ελεύθερη ~ (Charis) |
    • (η καλλιέπεια) κάνει το στοχασμό πιο αισθητό και του χαρίζει περισσότερη ~ (id.) |
    • (άνθρωποι απαράγωγοι) αναρριχήθηκαν σε υψηλότατες θέσεις κι απόχτησαν ~ που θάμπωσε τα μάτια των απλοϊκών (Panagiotop)

[fr MG ακτινοβολία ← K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες