Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακριβολόγος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακριβολόγος -ος / -α -ο [akrivolóγos] Ε14 : που μιλάει με ακρίβεια και σαφήνεια, που ακριβολογεί: Aς αφήσουμε τα υπονοούμενα και τις περιστροφές και ας γίνουμε περισσότερο ακριβολόγοι. || (ως ουσ.).

[λόγ. < ελνστ. ἀκριβολόγος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακριβολόγος, -α (& L -ος), -ο [akrivolóγos]
  • ① considering, examining, or stating thoughts and facts w. utmost precision, punctilious, meticulous (ant αοριστολόγος):
    • επιστήμων (αναγνώστης) ~ |
    • είναι ~ και λεπτολόγος (Palam) |
    • (η πόρτα της πραγματικότητας) είχε ανοιχτή φαρδιά πλατιά στο ακριβολόγο του μάτι (Papantoniou) |
    • για να είμαι ~ to be more precise (in my account) |
    • (ο Legrand) είναι ~ και επικρίνει τη μέθοδο, τις ανακρίβειες και τα αβλεπτήματα των προγενεστέρων του Eλλήνων ιστορικών της νεοελληνικής φιλολογίας (Vacalop)
  • ② precise, exact (ant αόριστος, ασαφής):
    • ακριβολόγο ύφος |
    • ακριβολόγες λεπτομέρειες |
    • περιμένετε ακριβολόγο απάντηση; (Palaiologos) |
    • όταν η σκέψη έχη διαύγεια, είναι και η έκφραση ~ (Tsatsos) |
    • χρειάζεται ένα γλωσσικό όργανο πλούσιο σε αποχρώσεις, ακριβολόγο, δροσερό, κάτι σπάνιο στη λογοτεχνία μας (id.) |
    • γράφει κείμενα πολύ πιο δυνατά κι ακριβολόγα σε αποχρώσεις περιγραφών κ' εννοιών (Christidis) |
    • ο άλλος τρόπος έρευνας είναι για την ιστορική κριτική περισσότερο ~ (Chourmouzios)

[fr K ἀκριβολόγος 'precise in argument' (3rd c. BC)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακριβόλογος, -η, -ο [akrivóloγos]
  • ① whose words are thought out, measured, and few, deliberate (syn ακριβομίλητος, ολιγόλογος)
  • ② precise, minute, meticulous (syn ακριβολόγος 2):
    • ακριβόλογο ύφος |
    • ακριβόλογη αφήγηση |
    • τη θεματικά ακριβόλογη παράσταση έχουμε στη διακόσμηση μιας σίτουλας (Bakalakis) |
    • τα έργα τους έχουν ... διατύπωση πυκνή και ακριβόλογη (Tatakis) |
    • είναι ... το πυκνό και ακριβόλογο λεκτικό ύφος (Papanoutsos) |
    • μια μελέτη ενδελεχέστερη ... θα με βοηθούσε να δώσω ... διατυπώσεις πιο ακριβόλογες με μεγαλύτερη τάξη (Tsatsos) |
    • το λογικό του καταπιάνεται ... με ψυχολογικές παρατηρήσεις ακριβόλογες και περιττές (KPolitis)

[fr ακριβολόγος w. shifted accent after syn ολιγόλογος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες