Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακριβοδίκαιος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακριβοδίκαιος -η -ο [akrivoδíkeos] Ε5 : απόλυτα δίκαιος: Aκριβοδίκαιοι κριτές. Aκριβοδίκαιη μοιρασιά. ακριβοδίκαια ΕΠIΡΡ: Mοιράζω κτ. ~.

[λόγ. < αρχ. ἀκριβοδίκαιος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακριβοδίκαιος, -η (& L -αία), -ο [akrivo∂íceos] (L)
  • ① rigorously or scrupulously righteous, very just (syn πολύ or αυστηρά δίκαιος):
    • ~ δικαστής, ~ άνθρωπος |
    • ακριβοδίκαιη ζυγαριά |
    • ακριβοδίκαιη ψυχή |
    • poem κάτι εμβριθείς κι ακριβοδίκαιοι δικαστές (Martalis)
  • ② done in scrupulous justice, rendered justly, fair:
    • ακριβοδίκαιη κρίση, γνώμη, εκτίμηση |
    • ακριβοδίκαιη διανομή της περιουσίας στους κληρονόμους |
    • η αρχαϊκή στάση είναι ακριβοδίκαιη ισορρόπηση και σχεδόν ίσος ο καταμερισμός του βάρους του σώματος και στα δύο πόδια (Karouzos) |
    • η ισορρόπηση πετυχαίνεται όχι μόνο με το ακριβοδίκαιο ίσιο μοίρασμα του βάρους αλλά και με τη μετατόπιση του βάρους (id.)

[fr K, PatrG ἀκριβοδίκαιος, cpd of ἀκριβής & δίκαιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες