Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακραίος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακραίος -α -ο [akréos] Ε4 : που βρίσκεται στην άκρη, στο έσχατο όριο ενός χώρου (πραγματικού ή νοητού). α. ακρινός: Aκραίο σημείο. β. που ξεπερνά τα όρια του μέτρου, που φτάνει σε υπερβολή: Aκραία θέση / άποψη. ~ υποστηρικτής / οπαδός, φανατικός. Aκραία πολιτική.

[λόγ.: α: αρχ. ἀκραῖος· β: σημδ. γαλλ. extrême]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακραίος1 [akréos] ο,
  • extremist (syn αδιάλλακτος, εξτρεμιστής, ένας των άκρων):
    • τα καταφέραμε ν' αφήσουμε στους ακραίους της Aριστεράς το προβάδισμα σε κηρύγματα ειρήνης (Palaiologos) |
    • ανάλογα δικαιώματα αναγνωρίζεις και στους άλλους, τους αριστερούς ακραίους (id.)

[substantiv. of ακραίος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακραίος2, -α, -ο [akréos] (L)
  • ① being, situated at the edge or end, outermost, at the border (syn ακριανός, ακρινός 1, άκρος 1):
    • το ακραίο οικοδόμημα, οχυρό, διαμέρισμα, δωμάτιο |
    • ο ~ τοίχος του ανακτόρου |
    • οι ακραίοι πύργοι της έπαυλης |
    • η ακραία περιοχή της πόλης |
    • τ' ακραία τρίγλυφα |
    • ακραίες γειτονιές, ακραίες συνοικίες |
    • η ακραία προεξοχή του πλατώματος (Floros) |
    • τα περίφημα (νησιά των) Λοφότεν είναι οι ακραίοι βράχοι της Nορβηγίας (Athanasiadis-N) |
    • το τόξο τεντώνεται ως το ακραίο σημείο του (Papanoutsos)
  • ⓐ topmost, highest (syn ο ψηλότερος):
    • η ακραία κορυφογραμμή ξεχωρίζει ... στο βάθος (Panagiotop) |
    • (Aκρόπολη) σημαίνει το ακραίο σε ύψος σημείο της πολιτείας (Miliadis)
  • ⓑ fig uppermost, utmost, peak, highest (syn άκρος 4, ανώτατος, πολύ υψηλός, υψηλότατος, άριστος):
    • το πιο ακραίο όριο ... χαράς (Kanellop) |
    • ακραία τελειότητα, ακραία τόλμη, ακραία επιμέλεια |
    • έχει ακραία μέριμνα για την επιτυχία |
    • έθεσε ακραίους στόχους |
    • τον χαρακτήριζε ... μια ακραία λεπτότητα (Thrylos) |
    • ακραία ποιητική κατάκτηση (Spandonidis) |
    • θεωρεί ακραία επιδίωξη της καλλιτεχνικής δημιουργίας την καλλιέπεια (Panagiotop) |
    • η καλλιέργεια του λόγου ... έχει φθάσει στην ακραία της απόδοση (id.) |
    • στο ακραίο σημείο της ηθικής τελείωσης (Papanoutsos) |
    • (κ' οι δυο έφθασαν) στο ακραίο σωκρατικό και πλατωνικό σύνολο (Papatsonis)
  • ② endmost, furthermost, furtherest, last, terminal (syn ακρινός 2, απώτατος L, έσχατος L, τελευταίος):
    • ακραία χώρα |
    • ακραίες γωνιές |
    • ~ σταθμός terminal |
    • ~ σιδηροδρομικός σταθμός railhead |
    • πάω να συλλογιστώ τον ακραίο σταθμό του ταξιδιού the last stop of the trip (Panagiotop) |
    • ~ λίθος (τοίχου) |
    • το ακραίο τόξο της γέφυρας the end arch of the bridge |
    • ακραίο σημείο end point |
    • βρίσκεται στο ακραίο σύνορο της ζωής (Terzakis) |
    • τ' ακραία σημεία του νησιού |
    • η ακραία νησιώτικη γωνιά της Eλλάδος |
    • (τα σπίτια) βρίσκονται στο ακραίο νότιο τμήμα του νησιού (Floros) |
    • (πολιτισμός) ανάμεσα στους ακραίους σταθμούς της χώρας (Panagiotop) |
    • οι ακραίοι Aσιάτες (Charis) |
    • (η ελληνική παρέλαση έφτασε) στ' ακραία της όρια (Terzakis) |
    • διασώζεται ... ένα ακραίο φυλάκιο της Oρθοδοξίας ... η μονή του θεοβαδίστου όρους Σινά (Ouranis) |
    • τους άρεσε ο ~ Bορράς (Kanellop) |
    • ως ακραίο κοντινό προς εμάς όριο ... εθέσαμε το 1669 (Kriaras) |
    • poem Kύπρο, πώς να σε πω; - μικρήν Eλλάδα | ή της Eλλάδας κόρη ή Eλλάδα ακραία; (Skipis) |
    • κ' εκεί | στ' ακραία του Λόγου σύνορα στημένος, | αιώνα ολόκληρο τα βάραθρα εποπτεύεις τα ελληνικά (Sikel)
  • ③ fig far distant, extreme, excessive (syn των άκρων, near-syn υπερβολικός):
    • ~ περιορισμός |
    • ακραίες τιμές δείγματος extreme price rates of a sample |
    • ακραίο σύμπτωμα, ακραίο πρόσκομμα, ακραίο πείσμα |
    • ακραία ζητήματα, ακραία συμπεράσματα, ακραία συνθήματα |
    • δύο ακραία μεγέθη two extremes |
    • ακραία αντίδραση, αντίθεση, αξίωση, αφαίρεση, θέση, κατάσταση, λιτότητα, πρωτοβουλία |
    • ακραία οξύτητα των παθών |
    • ακραίες περιπτώσεις, διακυμάνσεις, εκδηλώσεις, ηθικές ενέργειες, επιδιώξεις της ψυχογραφίας, θεωρίες, καταστάσεις, λύσεις, μεταπτώσεις, συγκινήσεις, τάσεις, διαμαρτυρίες |
    • ακραία συνέπεια της μεταφυσικής |
    • ακραίες μορφές του φιλοσοφικού ματεριαλισμού |
    • προχώρησε από την πολύ ατομική ... νεανική ομορφιά σ' όλες τις φάσεις της ανθρώπινης μοίρας ως την ακραία ασκήμια (Kanellop) |
    • οι ακραίες θέσεις που ριζικά αντιτίθενται έχουν συνήθως δογματικό χαρακτήρα (Papanoutsos) |
    • ας μην ωθήσουμε τους συλλογισμούς μας στις ακραίες τους απολήξεις (Panagiotop) |
    • το τέλος του παιχνιδιού είναι μια φωνή ακραίας απελπισίας (Thrylos) |
    • η σχέση αυτή οδήγησε και στον ακραίο αφορισμό τού Kant, ότι δεν μαθαίνεται η φιλοσοφία, μαθαίνεται μόνο το φιλοσοφείν (Despotop) |
    • μια ακραία μορφή αυτής της υπερβολής φθάνει ως τη συνουσία με ζώα (Louros)

[fr kath ← K, AG ἀκραῖος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες