Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακουστά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
ακουστά1 [akustá] adv
  • ① audibly, aloud:
    • μίλησε ~ |
    • το διαβάζει ~ |
    • ψιθύρισε κάποια στιγμή μόλις ~ (TAthanasiadis)
  • ② (by or on) hearsay (syn εξακοής):
    • το έχω (or ξέρω) ~ I have heard it, I have it on hearsay |
    • έχω ~ ότι (πως) I have heard it said that |
    • ~ για I have heard of or about |
    • prov ~ τον έχει ως κ' η μάνα του |
    • το Nικήτα τον είχα ~, δεν είχαμεν γνωριμιά (Makryg) |
    • (την ιστορία) την έχω ~ από τον παππού μου (Myriv) |
    • ~ είχα τις δημόσιες σχέσεις, τις γνώρισα στη συνεστίαση (Palaiologos) |
    • άλλες (sc μαντινάδες) τις έχει ~, άλλες τις σκαρώνει μοναχός του (Prevelakis) |
    • δεν τον έχουν και ~ (Venezis) |
    • folks. μα αγάπη την ελέγανε κ' εγώ ~ την είχα |
    • poem τόσο γλυκιά 'ναι η γης η πράσινη, που έχω ~ να λένε |... κλαιν οι ψυχές τον κόσμο! (Kazantz Od. 23.796)

[fr n pl of ακουστός; cf LMG απακουστά]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακουστά2 [akustá] ta,
  • the famous things:
    • poem ζω ταιριαστά | με τα λαμπρά, με τα μεγάλα, | με τ' ~ (Palam)

[n pl substantiv. of ακουστός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες