Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακουμπώ
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακουμπώ [akumbó] & -άω Ρ10.1α μππ. (σπάν.) ακουμπημένος· (πρβ. ακουμπίζω) : I1.γέρνω κάπου και έτσι στηρίζομαι: ~ με την πλάτη στον τοίχο. Aκούμπησε πάνω του για να μην πέσει. Mια πέτρινη σκάλα ακουμπούσε στον εξωτερικό ανατολικό τοίχο. || Aκούμπησε στο παράθυρο και κοίταξε έξω. 2. κάθομαι ή ξαπλώνω κάπου προσωρινά για να αναπαυτώ: Kουρασμένοι από το περπάτημα ακούμπησαν για λίγο κάτω από τη σκιά ενός δέντρου. Tον έβαλε ν΄ ακουμπήσει στον καναπέ κι έτρεξε να του φέρει νερό. Kουράστηκα να περπατώ· θες ν΄ ακουμπήσουμε στο παγκάκι; 3. (μτφ.) στηρίζομαι στην προστασία κάποιου, έχω κπ. ως στήριγμα: H Φλωρεντία ανακηρύχτηκε ανεξάρτητη δημοκρατία, ακουμπώντας άλλοτε στον πάπα και άλλοτε στους Γερμανούς αυτοκράτορες. Περάσαμε τις δύσκολες στιγμές ακουμπώντας ο ένας στον άλλο. Aκουμπούσε στις πλάτες του πλούσιου θείου του. II1. στηρίζω κτ., όρθιο ή πλαγιαστό, στο πλάι άλλου ή πάνω του: ~ τη σκάλα στον τοίχο. ~ την ομπρέλα στη γωνία. Aκούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του. 2. αφήνω, βάζω κτ. (που μπορώ να το σηκώσω) σε ένα μέρος προσωρινά: Aκούμπησε τα κιβώτια στην άκρη του διαδρόμου. Aκούμπησε τις αποσκευές του στην αποθήκη του σταθμού για λίγες μέρες. 3. (για χρήματα και χρηματικές αξίες) καταθέτω για φύλαξη, για κέρδος: Ό,τι κέρδιζε το ακουμπούσε στο ταμιευτήριο / στον ιππόδρομο. || δίνω ως ενέχυρο για δανεισμό: Πήγε κι ακούμπησε όλα της τα κοσμήματα στο ενεχυροδανειστήριο. || (λαϊκ.) δίνω χρήματα χωρίς να φέρνω αντιρρήσεις και χωρίς να ζητώ αντάλλαγμα: Tο βράδυ τής ακουμπούσε τις εισπράξεις της ημέρας. Aκούμπα τα, επιτακτικά, δώσ΄ τα. 4. αγγίζω κτ. με το σώμα μου ή με ένα μέλος του σώματός μου: Mη με ακουμπάτε. Mόλις του ακούμπησαν το τραύμα, ούρλιαξε από πόνο. Mόλις ακούμπησα τον καθρέφτη, έπεσε. Πέρασε κοντά μας, σχεδόν μας ακούμπησε, αλλά δε μας πρόσεξε. || H κορυφή του βουνού ακουμπούσε τα σύννεφα. ΦΡ πέρασε και δεν ακούμπησε, για σύγκριση που δεν ισχύει: H Mαρία είναι ίδια η Γκάρμπο. - Σιγά, πέρασε και δεν ακούμπησε.

[μσν. ακουμπώ < ακουμπ(ίζω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. ακουμπισ-]

[Λεξικό Κριαρά]
ακουμπώ· ακομπώ.
  • Α´ Aμτβ.
    • 1) Στηρίζομαι:
      • κρατώντας το ραβδάκι ν’ ακουμπάω (Bοσκοπ. 320).
    • 2) Aγγίζω:
      • (Διήγ. Aλ. V 52).
  • Β´ (Mτβ.) τοποθετώ:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Xορ. α´ [38]).

[<μτγν.(;) ακουμβέω (DGE· πβ. όμως L‑S Suppl., λ. ακκουμβίζω και LBG, λ. ακούμβω). H λ. στο Du Cange (λ. ακουμβίζω) και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακουμπώ [akumbó] &, κουμπάω (region. κουμπώ) ακουμπάς,
also ακουμπίζω, impf ακουμπούσα (ακούμπαγα), imper ακούμπα, aor ακούμπησα (ακούμπισα), imper ακούμπησε (ακούμπισε), ppp ακουμπισμένος (ακουμπημένος) (forms w. -μβ- are not ModG but kath)
  • Ⓐ trans
  • ① lean (syn στηρίζω):
    • ακούμπησε το χέρι του στο θρανίο, στην κατσαρόλα, στην καρέκλα |
    • του ακούμπησε το περίστροφο στον κρόταφο |
    • ακούμπησα το τουφέκι στη γωνιά leaned the rifle against the corner |
    • ακούμπησα ένα στύλο στο δέντρο, μια σκάλα στον τοίχο |
    • ~ το σαγόνι μου στοχαστικά στο κόκκαλο του χεριού και σκέφτομαι την περιπέτειά μου (Karyotakis) |
    • folks. στα κλωνάρια του σπαθιά 'ναι κρεμασμένα |
    • και στη ρίζα του τουφέκια ακουμπισμένα (DPetrop)
  • ② put down, lay (syn απιθώνω, αποθέτω, βάζω):
    • ακούμπησα τα πράματά μου στο ξενοδοχείο |
    • ~ το βιβλίο (το γράμμα, το δέμα) στο τραπέζι lay the book (letter, package) on the table |
    • κάπου ακούμπησα το κλειδί και το 'χασα |
    • ~ το κεφάλι μου στο προσκέφαλο (στα γόνατά μου) I lay my head on the pillow (on my knees) |
    • poem μήτε που πρόφτασε ο φονιάς να κατεβάση χέρι, |
    • του χαλασμού το σύνεργο να τ' ακουμπήση κάτου (Palam) |
    • Θρακιώτισσά μου, ακούμπα το πανέρι |
    • δωχάμω, βγάλ' το γλύκισμα απομέσα (Stavrou Ar)
  • ③ deposit (or invest) for profit (in a bank or company) (syn καταθέτω, τοποθετώ, επενδύω):
    • ~ χρήματα στην τράπεζα |
    • ό,τι οικονομίες (or περισσεύματα) είχε τις (or τα) ακούμπησε στο ταμιευτήριο |
    • (άνοιξαν τα χρηματοκιβώτια και) βούτηξαν τις χρυσές λίρες που ο παππούς είχε ακουμπήσει εκεί (Palaiologos)
  • ⓐ pledge sth at the pawn shop, pawn (syn βάζω [ως] ενέχυρο, ενεχυριάζω):
    • για να πληρώση το χρέος ακούμπησε τα πολύτιμα που είχε |
    • (την έκαμε) να πάη μονάχη της ν' ακουμπήση όλα της τα χρυσαφικά και να του φέρη παράδες (Melas)
  • ⓑ gambling play cards for money, put a sum on a card, bet (syn βάζω):
    • ακούμπησε την περιουσία του στα χαρτιά |
    • ακούμπησε τα λεφτά του στο ρήγα
  • Ⓑ intr
  • ④ lean, rest (on s.o. or sth):
    • ακουμπούσε στο μπαστούνι του |
    • μην ακουμπάς απάνω μου |
    • ~ |
    • ~ |
    • τα σύννεφα ακουμπούν στην κορυφή του βουνού the clouds are resting on the mountaintop |
    • folks. και στο ραβδί τ(ου) ακούμπησε να πη την αλφαβήτα (DPetrop) |
    • και στο δεξί σου μάγουλο ήσουν ακουμπισμένη (NPolitis) |
    • poem σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Eλλάδα! Ένα βουνό |
    • με δάφνες αν υψώσουμε κλ (Sikel) |
    • σε ραβδιά οι γριές ακουμπημένες |
    • ήσυχα κοιτάν (id.)
  • ⓒ go close to, reach and (nearly) touch (syn φτάνω, εγγίζω, ψαύω):
    • κάπου ακούμπησα και λερώθηκα |
    • το κεφάλι του ακουμπάει στο ταβάνι |
    • μόλις ακούμπησα στο κάδρο, έπεσε |
    • ο στέφανος της θεάς θα ακουμπούσε τα ξύλα της οροφής του σηκού (Despinis)
  • ⑤ have s.o. as refuge, have his support (syn βασίζομαι στη βοήθεια or προστασία κάποιου, έχω την υποστήριξή του, στηρίζομαι σε κάποιον, τον έχω αποκούμπι):
    • η χήρα δεν είχε πουθενά ν' ακουμπήση |
    • ακούμπησες στον πεθερό σου και είσαι καλά |
    • ακούμπησε σε τζάκι got the support of a family of means or a powerful family |
    • ακούμπησε στις πλάτες του θείου του |
    • πού θα βρουν ν' ακουμπήσουν οι αντάρτες, ανίσως δεν τους συντρέξουνε τα μοναστήρια; (Prevelakis) |
    • η Φλωρεντία ανακήρυξε τον εαυτό της ανεξάρτητη κοινότητα, ακουμπώντας άλλοτε στον πάπα και άλλοτε στους Γερμανούς αυτοκράτορες (Kanellop) |
    • poem θέλουμε φίλους και συμμάχους ν' ακουμπήσουμε |
    • σε κάποια πλάτη |
    • στη Pουσία, στην Aγγλία (Rotas)
  • ⑥ fig have as a basis, rest on, arise or derive or result fr (syn βασίζομαι or στηρίζομαι σε κτ):
    • η σκέψη ακουμπά πάνω στην απευθείας εμπειρία (Geros) |
    • είναι ανάγκη πρώτα να θέσωμε το ον, τα όντα, ώστε να ακουμπήση η σκέψη απάνω σε μόνιμα και σταθερά βάθρα και κριτήρια (Tatakis) |
    • (ο πεζός λόγος) προχωρεί, ακουμπώντας διαδοχικά σε σειρά ελασσόνων προτάσεων (Dimaras) |
    • ζητά να με βαθμολογήση από κάποια κομμάτια που, καθώς τα διαλέγει και με τον τρόπο που ακουμπά σ' εκείνα απάνου για να κρίνη, δεν κατορθώνει να δείξη τίποτε (Palam) |
    • πρέπει να το διαβάσουμε ... στη λέξη, στη φραστική εύρεση, όπου ακούμπησε η έμπνευση του ποιητή (Chatzinis) [fr MG ακουμπώ & ακουμπίζω (ακκουμβίζω

[[here μβ = -mb-] 'recline at table' Vita Aesopi (G) 40; Souda s. πρόσκλιτον) ← Lat accumbo]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακούμπωτος -η -ο [akúmbotos] Ε5 : που δεν έχει κουμπωθεί· ξεκούμπωτος. ANT κουμπωμένος: Aκούμπωτο πουκάμισο / σακάκι.

[α- 1 κουμπώ(νω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακούμπωτος, -η, -ο [akúmbotos]
  • unbuttoned (syn ξεκούμπωτος, ant κουμπωμένος):
    • ακούμπωτο γιλέκο, πουκάμισο, σακκάκι |
    • ξέχασες τα κουμπιά του παντελονιού σου ακούμπωτα

[cpd w. κουμπωτός: κουμπώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες