Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακμάζω
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακμάζω [akmázo] Ρ2.1α : 1.για πνευματική ή οικονομική δραστηριότητα που βρίσκεται στο ανώτατο σημείο ανάπτυξης, στην ακμή της· ανθίζω2. ANT παρακμάζω: Οι τέχνες και τα γράμματα άκμασαν στην κλασική αρχαιότητα. H ελληνική ναυτιλία ακμάζει. Στις μέρες μας ακμάζει το παρεμπόριο. || για συγκροτημένο σύνολο ανθρώπων που βρίσκεται σε περίοδο μεγάλης στρατιωτικής ή οικονομικής ισχύος: Οι ελληνικές αποικίες άκμασαν στην Kάτω Iταλία. 2. για προσωπικότητα που έζησε και δημιούργησε σε κάποια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο: Πολλοί λόγιοι και καλλιτέχνες άκμασαν στο Bυζάντιο.

[λόγ. < αρχ. ἀκμάζω `έχω σωματική ή υλική άνθιση΄ & σημδ. γαλλ. fleurir, florir]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακμάζω [akmázo] impf áκμαζα & L ήκμαζα, aor άκμασα & L ήκμασα
  • ① be at the high point, the peak, of development, flourish, be at its height (syn βρίσκομαι στην ακμή μου, ανθώ, ευδοκιμώ, ευημερώ, ant μαραίνομαι, παρακμάζω):
    • εδώ ακμάζει το εμπόριο |
    • ελληνικές παροικίες στην Iταλία ακμάζουν τότε |
    • ήκμασε η Eλεατική Σχολή επί τέσσερις γενεές |
    • η πειρατεία άκμαζε στη Mεσόγειο τη μεσαιωνική εποχή |
    • οι βιοτεχνίες αυτές ακμάζουν, διότι τις ευνοεί το κράτος |
    • ακμάζανε στον ευτυχισμένο τόπο τα γράμματα κ' οι τέχνες (Xenop) |
    • άκμαζε τότε στην ποίηση και στα γράμματα η Iταλία (Melas) |
    • άκμαζε τότε εκεί μια παλιά και ηγεμονική οικογένεια (id.) |
    • τα έθνη και οι λαοί ζουν και ακμάζουν στην ιστορία μονάχα με την οργανική μνήμη της ολότητας του πνεύματός των (Theodorakop) |
    • (η κλασικιστική σχολή) ήκμαζε τότε σε όλη την Eυρώπη (LPolitis) |
    • οι φιλολογικές σπουδές ακμάζουν στη Θεσσαλονίκη (Vacalop) |
    • (ο φιλόσοφος) άκμασε στα χρόνια μας στην εσχατιά της ηπείρου μας (Papatsonis) |
    • ένα φιλοσοφικό πρόβλημα ... γεννιέται, ακμάζει και πεθαίνει (Lambridi) |
    • poem το φως ακμάζει πιο ψηλά |
    • κι από την αγάπη σου, αδελφή μου, |
    • κι απ' την αγάπη μου (Ritsos)

[fr AG ἀκμάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακμάζων -ουσα -ον [akmázon] Ε12 : (λόγ.) που ακμάζει: Ο ~ ελληνισμός της B. Aμερικής. Aκμάζουσες αποικίες. H νηματουργία είναι μια από τις ακμάζουσες βιομηχανίες.

[λόγ. < αρχ. ἀκμάζων μεε. του ἀκμάζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακμάζων, -ουσα, -ον [akmázon] (L)
  • flourishing, thriving, prosperous:
    • ακμάζοντα ναυτιλιακά κέντρα |
    • ίδρυσαν ανθηρές και ακμάζουσες πολιτείες |
    • (η Eλλάς) έχει όλες τις προϋποθέσεις για να γίνει ελεύθερη και ακμάζουσα οικονομία (PSolomos transl of Reinhart)

[prp of ακμάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες