Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακατάβλητος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακατάβλητος 1 -η -ο [akatávlitos] Ε5 : που δεν καταβάλλεται 1. 1. που δεν μπορεί να τον νικήσει κανένας: ~ πολεμιστής. || H ακατάβλητη ψυχή του λαού μας. 2α. που έχει μεγάλη σωματική ή ψυχική αντοχή, του οποίου οι σωματικές ή ψυχικές δυνάμεις είναι ακμαίες· ακαταπόνητος: Είναι ~, δεν κουράζεται ποτέ. Ένας ~ ερευνητής της ιστορίας. β. (για αφηρ. ουσ.) αμείωτος σε ένταση: Aκατάβλητο θάρρος. Aκατάβλητη ζωτικότητα / θέληση. Πέτυχε το σκοπό του με ακατάβλητες προσπάθειες. ακατάβλητα ΕΠIΡΡ: Σε όλη του τη ζωή εργάστηκε ~.

[λόγ. < αρχ. ἀκατάβλητος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακατάβλητος 2 -η -ο : για χρηματικό ποσό που δεν το έχουν καταβάλει 2, που είναι απλήρωτο, ανεξόφλητο.

[λόγ. α- 1 καταβλη- (καταβάλλω) 2 -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακατάβλητος, -η, -ο [akatávlitos] (L)
  • ① insuppressible, indomitable, invincible, impregnable (syn αδάμαστος, ακαταγώνιστος 1, ακαταδάμαστος, ακατανίκητος):
    • athl ακατάβλητη ομάδα unbeatable team |
    • ακατάβλητη μαχητικότητα |
    • ~ στρατός an invincible army |
    • ακατάβλητες δυνάμεις indomitable strength |
    • ακατάβλητο νησί |
    • ~ άνθρωπος
  • ⓐ fig enduring, lasting (syn ακαταδάμαστος b):
    • είναι ~ μ' όλα τα γεράματα |
    • ~ ως το τέλος της ζωής του ηδονιστής (Kanellop) |
    • ακατάβλητο ήθος του ελληνικού πνεύματος (Theodorakop) |
    • μεγάλος, ~ έρωτας |
    • ακατάβλητη ζωή, ακατάβλητη ζωτικότητα, ακατάβλητο θάρρος |
    • ακατάβλητη θέληση or βούληση, ακατάβλητη πίστη, ψυχή, αυτοπεποίθηση, επιμονή, προσπάθεια |
    • η μεραρχία συνέχιζε παράλληλα τις ακατάβλητες προσπάθειές της να ρίξη το Mπουράτο (Terzakis) |
    • ακατάβλητο ηθικό, ακατάβλητο πάθος, ακατάβλητο μεγαλείο |
    • η ακατάβλητη ορμή της γενετήσιας λειτουργίας |
    • poem που ...| την ίδια ακατάβλητην ανδρεία στον κόσμο δείχνει (Kavafis) |
    • οι εχθροί της είναι τόσο δυνατοί, |
    • που τίποτε δεν ημπορεί να σπάση |
    • την ακατάβλητή τους την ορμή (Skipis)
  • ⓑ indefatigable, not yielding to fatigue, untiring (syn in ακάματος 1):
    • ~ πραγματοποιός |
    • o ~ από το χρόνο προφήτης στιγμή δεν έπαυσε ψαλμό (Palam) |
    • στη συγγραφική τους δράση ― και ήταν φανατικοί και ακατάβλητοι συγγραφείς ― κύριος σκοπός τους ήταν η ερμηνεία της Kαινής Διαθήκης (Kanellop)
  • ② not paid-up, unsettled (syn απλήρωτος, ανεξόφλητος, ant πληρωμένος, εξοφλημένος):
    • ακατάβλητα χρέη, ~ τόκος |
    • ένα υπόλοιπο του λογαριασμού μένει ακατάβλητο

[fr MG, PatrG ἀκατάβλητος ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες