Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακαριαίος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακαριαίος -α -ο [akariéos] Ε4 : για κτ. που συντελείται, που γίνεται σε ελάχιστο χρονικό διάστημα από τη στιγμή που επενεργεί το αίτιο το οποίο το προκαλεί: Δέχτηκε μια σφαίρα στην καρδιά και ο θάνατός του ήταν ~. H επίδραση του δηλητηρίου ήταν ακαριαία. H αντίδρασή του στην αιφνιδιαστική επίθεση ήταν ακαριαία, αστραπιαία. || (τεχν.): ~ πυροσωλήνας, που προκαλεί ακαριαία έκρηξη. ακαριαία & (λόγ.) ακαριαίως ΕΠIΡΡ: Tο δηλητήριο έδρασε ~. || αστραπιαία: H φωτιά διαδόθηκε ~. H είδηση μεταδόθηκε ~.

[λόγ. < αρχ. ἀκαριαῖος· λόγ. < ελνστ. ἀκαριαίως]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακαριαίος, -α, -ο [akariéos]
  • instantaneous, momentary (syn στιγμιαίος):
    • ο θάνατος ήρθε ~ |
    • ~ πυροσωλήνας (super)quick fuse |
    • ακαριαίο εκρηκτικό πυραγωγό σχοινί instantaneous detonating fuse |
    • μέσα ακαριαίου επηρεασμού |
    • ακαριαίο δηλητήριο poison w. instantaneous effect |
    • το ακαριαίο παρόν |
    • άμεση, ακαριαία συγκίνηση |
    • ακαριαία διάψευση |
    • όλες οι ανθρώπινες κινήσεις έχουν ακαριαίες συνέπειες (Fteris) |
    • πιστεύει στην ακαριαία μεταστροφή του ψυχικού βίου (Lambridi)

[fr AG ἀκαριαῖος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες