Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ακαμασία η· ακαμασιά.
-
- Tεμπελιά:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [913]).
[<επίθ. ακαμάτης + κατάλ. ‑σία. O τ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο LBG και στο Meursius]
- Tεμπελιά:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακαμασιά [akamasjá] η, region.
- laziness (syn ακαματιά, ακαματοσύνη, οκνηρία, τεμπελιά, ant εργατικότητα):
- prov ~ σπιτιού ξεθεμελιώστρα |
- σημάδι ακαμασιάς το κομπολόι (Laskaratos)
[fr LMG ακαμασιά ← ακαμασία, der of ακαμάτης anal. after nouns in-σία such as εργασία]
- laziness (syn ακαματιά, ακαματοσύνη, οκνηρία, τεμπελιά, ant εργατικότητα):