Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακαμίνευτος -η -ο [akamíneftos] Ε5 : που δεν τον έχουν βάλει σε καμίνι. α. (για μέταλλο ή για ορυκτό) που δεν έχει χωνευτεί στο καμίνι. β. (για πήλινο αντικείμενο) που δεν έχει ψηθεί στο καμίνι.
[α- 1 καμινεύ(ω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακαμίνευτος, -η, -ο [akamíneftos] (L)
- not baked in a kiln, of bricks, tiles (syn ακαμίνιαστος, άψητος)
- ⓐ fig not done w. care and diligence, half-baked:
- η διακριτική εξουσία του νου αγρυπνούσε παντού (sc στο γράψιμο)· έτσι δεν απόμενε τίποτε ακαμίνευτο (Panagiotop)
[cpd w. καμινευτός (whence καμινευτ-ικός): AG καμινεύω 'heat in a furnace']