Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακαμάτης
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακαμάτης ο [akamátis] Ο11 θηλ. ακαμάτισσα [akamátisa] Ο27α & (λαϊκότρ.) ακαμάτρα [akamátra] Ο25α : (παρωχ.) τεμπέλης: Ο ~ δεν καταφέρνει να προκόψει στη ζωή. || (ως επίθ.): ~ άνθρωπος. ΠAΡ Kάθε ακαμάτρα και τρελή έχει την τύχη την καλή, για γυναίκα που καλοπαντρεύεται, παρ΄ όλα τα ελαττώματά της. Mε το νου πλουταίνει* η κόρη με τον ύπνο η ακαμάτρα.

[μσν. ακαμάτης < α- 1 κάματ(ος) -ης· ακαμάτ(ης) -ισσα· ακαμά(της) -τρα]

[Λεξικό Κριαρά]
ακαμάτης, επίθ.· θηλ. ακαμάτρια.
  • Που αποφεύγει την εργασία, οκνηρός:
    • (Σπαν. O 118).

[<στερ. α‑ + ουσ. κάματος. H λ. τον 9. αι. (LBG), στο Meursius και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακαμάτης1 [akamátis] ο,
  • idle man, lazy fellow, lazy-bones, loafer, sluggard, slacker, slouch, Weary Willie (syn λεμές, ρεμπεσκές, τεμπέλης, τεμπελόσκυλο, ant δουλευτής):
    • ξύπνα τον ακαμάτη! |
    • είναι σπουδαίος, όχι σαν και μας τους ακαμάτηδες |
    • prov ο ~ δεν τρώει τα μύγδαλα, για να μην τα σπάση |
    • prov τ' ακαμάτη τ' άλογο ο λύκος το τρώει the loafer neglects his own affairs |
    • folkt ο ~, μόλις πήρε το χιλιάρικο, μπήκεν ο δαίμονας στο κεφάλι του να το κρατήση (χιλιάρικο '1.000 drachmas') (Megas) |
    • κατηγορούν τα καλογερικά τάγματα πως δίνουν θάρρος των ακαμάτηδων και των τεμπέληδων (Palam) |
    • τι διαφορά από τον δικό της ... τον ακαμάτη, που ψοφολογούσε όλη την ημέρα (Xenop) |
    • poem μαύρος, φτωχός και σκλάβος και ~ (Palam) |
    • και τι ...|...| τραγουδιστάδες κι ακαμάτηδες |
    • της άνοιξης οι τζιτζικάδες (Skipis)

[substantiv. m of ακαματεύω]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακαμάτης2, -τρα (& ακαμάτισσα), -τικο [akamátis]
  • avoiding toil, shunning work, idle, slothful, loafing, do-nothing, lazy (syn νωθρός, οκνηρός, οκνός, τεμπέλης):
    • ακαμάτικο βόιδι, γαϊδούρι |
    • ήταν πολύ ακαμάτρα |
    • prov ~νέος, γέρος διακονιάρης |
    • θα τους κάμη ακαμάτηδες και ψωροπερήφανους (Palam) |
    • poem ... να θέλη μιας γνώμης ακαμάτρας το στολίδι |
    • να γίνη (Sikel) |
    • χερομάχοι γυρίζουν απ' τα έργα, οδηγώντας |
    • τ' ακαμάτικα βόδια τους που θλιφτά μουγκαλιούνται (Skipis) [fr MG ακαμάτης, cpd w. *καμάτιν, dimin of κάματος; cf αντικάματο in Cythera, common μεροκάματο, cpd w. καμάτι]. Cf also ακαμάτρα.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες