Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακαμάτευτος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ακαμάτευτος, -η, -ο [akamáteftos] region.
  • ① of field, unplowed (syn ανόργωτος, ant καματεμένος, οργωμένος):
    • ¨ακαμάτευτο χωράφι
  • ② of beast, not yoked for plowing (syn άστρωτος):
    • ακαμάτευτο δαμάλι

[cpd w. καματεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες