Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακέντητος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακέντητος -η -ο [akénditos] Ε5 : για κτ. που δεν το έχουν κεντήσει, που δεν είναι κεντημένο, διακοσμημένο με κέντημα.

[α- 1 κεντη- (κεντώ) -τος (διαφ. το αρχ. ἀκέντητος για άλογο που δεν έχει ανάγκη από σπιρούνια)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακέντητος, -η, -ο [acénditos]
  • ① unpricked (w. a sharp point) (syn ακέντριστος1, ant κεντημένος με κεντρί)
  • ② unembroidered (ant κεντημένος, κεντητός):
    • ακέντητο μαντήλι, ακέντητο φόρεμα

[fr AG ἀκέντητος, cpd w. κεντητός: κεντώ; cf cpds in -κέντητος: δι-, πολυ-, αργυρο-, χρυσο-, νεο-, πυκνο-, χρυσολινο-κέντητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες