Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακάλυπτος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακάλυπτος -η -ο [akáliptos] Ε5 : I.που δεν τον έχουν καλύψει. ANT καλυμμένος. 1α. που δεν είναι σκεπασμένος με κάλυμμα· ξεσκέπαστος: ~ υπόνομος. Aκάλυπτο πηγάδι. || για χώρο που δεν έχει στέγη ή στέγαστρο. β. για μέρος του σώματος που είναι γυμνό: Tο φόρεμα αφήνει ακάλυπτους τους ώμους. Δεν κυκλοφορεί ποτέ με ακάλυπτο το κεφάλι, χωρίς καπέλο, μαντίλι κτλ. Ο ληστής είχε ακάλυπτο το πρόσωπο. γ. για χώρο που δεν είναι χτισμένος: Tο μεγαλύτερο μέρος του οικοπέδου έμεινε ακάλυπτο. || (ως ουσ.) ο ακάλυπτος, τμήμα του οικοπέδου στην εσωτερική πλευρά μιας οικοδομής, που μένει υποχρεωτικά ελεύθερο: Tο διαμέρισμα έχει ένα δωμάτιο στον ακάλυπτο και την κουζίνα στο φωταγωγό. 2α. που δεν προστατεύεται από τα πυρά του εχθρού ή από άλλον κίνδυνο: Ύστερα από την υποχώρηση του πυροβολικού, τα νώτα του στρατού έμειναν ακάλυπτα. || (μτφ.): Δεν εμβολιάστηκε εναντίον της ιλαράς και ο οργανισμός του έμεινε ~. β. (μτφ.) για κπ. που δεν έχει την υποστήριξη και προστασία προσώπου ή θεσμού, όταν βρίσκεται σε κάποια δύσκολη θέση: Ο πρωθυπουργός άφησε ακάλυπτο τον υπουργό, όταν εκείνος κατηγορήθηκε για παράβαση της νομοθεσίας. Ο νόμος δεν πρέπει να αφήνει ακάλυπτο τον εργαζόμενο έναντι της κρατικής αυθαιρεσίας. 3. (μτφ.) για ελλείψεις, για ανάγκες που δεν ικανοποιούνται: Πολλά κενά στην εκπαίδευση μένουν ακάλυπτα. H θέση του διευθυντή είναι ακόμη ακάλυπτη, κενή. Άφησε ακάλυπτες πολλές πλευρές του ζητήματος, δεν τις ερεύνησε, δεν τις συζήτησε. II. (οικον.) που δεν έχει αντίκρισμα: Aκάλυπτη επιταγή*.

[λόγ.: I1: αρχ. ἀκάλυπτος `ασκέπαστος, φανερός΄· I2, II: σημδ. αγγλ. uncovered & γαλλ. à decouvert· I3: μτφ. σημ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακάλυπτος, -η, -ο [akáliptos] (L)
  • ① not covered, uncovered, open (syn ασκέπαστος, ανοιχτός):
    • ~ χώρος, ακάλυπτες επιφάνεις |
    • τα περισσότερα δάπεδα έμειναν ακάλυπτα most of the floors were left uncovered (in an archeological site) |
    • ~ οχετός open top culvert |
    • ~ υπόνομος open sewer |
    • ακάλυπτο πηγάδι (L φρέαρ) open well
  • ⓐ not hidden, unveiled, uncovered, bare (syn ασκέπαστος, γυμνός):
    • ακάλυπτη κεφαλή |
    • με το ακάλυπτο το κεφάλι bareheaded |
    • είχε το στήθος ακάλυπτο she was topless |
    • ακάλυπτο πρόσωπο unveiled face |
    • γυμνό, ακάλυπτο το ελληνικό τοπίο |
    • φορεί πέπλο και ιμάτιο με ακάλυπτο μόνο το δεξί μέρος του στήθους (Karouzou)
  • ⓑ roofless, unroofed, of building (syn αστέγαστος, ξέσκεπος, χωρίς σκεπή or στέγη):
    • ακάλυπτο σπίτι
  • ② milit without cover, unsupported against the enemy's fire, unprotected by natural or artificial cover, without a protective umbrella, exposed to attack (syn χωρίς προκάλυμμα, χωρίς κάλυψη):
    • η χώρα περίμενε πίσω ακάλυπτη |
    • ακάλυπτο μέτωπο uncovered front |
    • ακάλυπτο πλευρό exposed flank |
    • μια ελληνική μοίρα του ορειβατικού σχεδόν ακάλυπτη |
    • το σύνταγμα προχωρεί ακάλυπτο |
    • ακάλυπτη κίνηση uncovered movement |
    • ακάλυπτη προσπέλαση uncovered or open air approach
  • ③ unshielded, not taken care of:
    • πολλοί υπερασπιστές στέκονταν ακάλυπτοι επάνω στα ερείπια των τειχών (Vacalop) |
    • ο νόμος καλύπτει κατά κάποιον τρόπο όσα ο ιδιώτης αφίνει ακάλυπτα
  • ④ unconcealed, open, direct (syn απροκάλυπτος, ανοιχτός):
    • (οι σάτιρες) συχνά ... έφταναν και ως την ακάλυπτη απειλή (Dimaras)
  • ⑤ based on, or offering, no collateral or guarantee, of debtor:
    • ο οφειλέτης είναι ~
  • ⓒ having insufficient collateral in precious metals, esp gold, of paper money:
    • ακάλυπτο χαρτονόμισμα
  • ⓓ without collateral in assets or in bank deposits (syn χωρίς αντίκρυσμα):
    • ακάλυπτο δάνειο loan on overdraft |
    • ακάλυπτη επιταγή check drawn on insufficient funds, rubber, check, bad check (Brit dud cheque)

[fr AG ἀκάλυπτος, cpd w. AG καλυπτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες