Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιώρα η [eóra] Ο25 : 1.(λόγ.) η κούνια. 2. είδος κρεβατιού που αποτελείται από δίχτυ, το οποίο δένεται σε δύο σταθερά σημεία.
[λόγ. < αρχ. αἰώρα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιώρα [eóra] η, (L)
- ① swing (syn κούνια, [region.] ανεμόκουνια)
- ② swinging bed, hammock
- ⓐ hammock (for ship's crew) (syn μπράντα) .